Τρίτη 6 Μαΐου 2008

Μ+Ζ+I [9]

by Augusta Asberry


Άνοιξε τα μάτια του: στεκόταν στην αμμουδερή παραλία. Ο ήλιος ήταν απογευματινός κι ένα απαλό αεράκι ανακάτευε τα μαλλιά του. Πιο εκεί, δέκα δρασκελιές πιο εκεί, η Ζωή γονατισμένη, με την πλάτη της γυρισμένη προς το μέρος του έμοιαζε να σχεδιάζει επάνω στην άμμο. Φορούσε ένα ανάλαφρο φουστάνι στο χρώμα της άμμου, οι ώμοι της και ο λαιμός της ελεύθεροι, καθώς είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε μια ψηλή αλογοουρά. Η καρδιά του κλώτσησε δυνατά στο στήθος του: αυτή η θέα του κορμιού της, έτσι μαζεμένο και συγκεντρωμένο με τα ελεύθερα μέρη του έκαναν δυνατότερο τον πόθο που ένιωθε να τον πλημμυρίζει. Ξυπόλητος άρχισε να πλησιάζει με γρήγορα αλλά ανάλαφρα βήματα. Μα καθώς έτρεχε άρχισε να χάνει το έδαφος από τα πόδια του, γινόταν όλο και πιο ανάλαφρος και άρχισε να ανυψώνεται. Ήθελε να τη φτάσει, μα με κάθε κίνηση ανέβαινε όλο και ψηλότερα στον ουρανό. -Ζωή μου! φώναξε και την είδε να χτυπά με δύναμη τα πόδια της και να τον ακολουθεί για να τον φτάσει. Καθώς ανέβαιναν ένας σεισμός άρχισε να συγκλονίζει το νησί τους. Ο Μέμνονας έσφιξε τρομαγμένος το χέρι της Ζωής. -Μη φοβάσαι! του είπε, το ξέρεις ότι τώρα πια τίποτε δεν θα είναι το ίδιο. Τα πράσινα μάτια της είχαν γίνει κεχριμπαρένια από τη λάμψη του βουβού μάγματος που έλαμπε στο βυθό του κρατήρα: η καρδιά του νησιού, το ηφαίστειο άχνιζε και οι ατμοί ανέβαιναν στήλες στήλες στον ουρανό. Μα η Ζωή δε φαινόταν να πτοείται και εκείνος αισθανόταν ξαφνικά ελεύθερος και δυνατός, είχε φτερούγες και πετούσε ψηλά από το νησί τους, στροβιλίζονταν πότε ακολουθώντας τα θερμά ρεύματα και πότε βουτώντας στο κενό. Και τότε ξέχασε το ηφαίστειο γιατί την είδε, μιαν απίστευτη πλημμυρίδα από νέφη που έτρεχαν επάνω στο ανάγλυφο του νησιού ακολουθώντας κάθε ορεινή πτυχή και κάθε υπερύψωση, μέχρι που χάθηκε όλη μέσα στον κρατήρα και ήταν σα να έβλεπε μια ταινία από το τέλος προς την αρχή και καθώς έψαξε το βλέμμα της Ζωής ένιωσε τον ήλιο να χάνεται πίσω από το σεληνιακό δίσκο… Σκοτοδίνη του ήρθε και άρχισαν οι παραισθήσεις, κοπάδια γκνου στο έδαφος που έτρεχαν με σμήνη αποδημητικών πτηνών, δυο ποτάμια το καθένα με το δικό του ρεύμα, και αυτό που αρχικά του είχε φανεί υποχθόνιο βουητό σεισμού να είναι ένα ολοένα και καθαρότερο τραγούδι μιας ζεστής γυναικείας φωνής, Ζωή; σκέφτηκε; Άνοιξε τα μάτια, είχε προσγειωθεί σε ένα ξέφωτο ενός πυκνού δάσους, εκεί η φωνή ακουγόταν όλο και πιο καθαρά. Άνοιξε τα μάτια: ήταν ξαπλωμένος –είχε πέσει;, αναρωτήθηκε- αλλά δεν πρόλαβε: Δερβίσσιδες χόρευαν μπροστά του, εκστασιασμένοι από το κυκλικό τραγούδι, που ακουγόταν ακατάπαυστα μια άναρθρη μελωδία που έμπαινε με στην καρδιά σου, έκσταση, σαν κι αυτή των πιστών σε ομαδική τελετή, βηματισμός πανάρχαιος και χοροί ιθαγενών, βήματα, δυνατά πέλματα γυμνά, ενωμένα με τη μάνα γη, φύλλα να μασιούνται, δέρματα βαμμένα, αυλοί προϊστορικοί, χέρια με ακόντια στα χέρια να λατρεύουν τον καταρράκτη, μάτια κρυμμένα στο σκοτάδι να τον παρατηρούν. Άνοιξε τα μάτια του, -αλήθεια, πόσες φορές ακόμη, πότε ονειρευόταν, πότε ήταν ξύπνιος;- μπροστά του η Ζωή να τραγουδάει, η φωνή της ήταν, η δική της.


ΥΓ Αυτό το απόσπασμα είναι αφιερωμένο στο yulunga των dead can dance