Τρίτη 6 Μαΐου 2008

M+Z [5]

by Isabelle Vital


Το μόνο στοιχείο που του θύμιζε το συμβάν με τη Ζωή ήταν αυτό το υπέροχο δαχτυλίδι που του είχε δωρίσει, ένα δαχτυλίδι χωρίς την παραμικρή πρόσμιξη, με μια φράση χαραγμένη, ‘ΟΙΝΑΙ’. Υπήρχε όμως και το αέρινο φιλί της στο στόμα του που άφηνε πάνω του όλη τη δύναμη της θηλυκής ουσίας, από τη μανιώδη σεξουαλικότητα μέχρι την απεριόριστη γονιμότητα. Ευτυχώς που υπήρχαν αυτά, αλλιώς πολύ γρήγορα θα θεωρούσε τη συνάντηση αυτή ως ένα ευγενή πόθο του που εκτυλίχθηκε στη φαντασία του. Τώρα όμως δεν είχε καμιά αμφιβολία. Επρόκειτο για τη μυστική ιέρεια που θα τον οδηγούσε στην αρχή των πραγμάτων, εκεί όπου το ηράκλειο δίλημμα της αρετής και της κακίας δεν είχε ακόμη γεννηθεί μες στο νου.
Κι ενώ όλ’ αυτά εκτυλίσσονταν μες στην αγκαλιά του Μορφέα, ακούστηκε το μοτίβο της 40ής Συμφωνίας του Μότσαρτ στο κινητό του. Είδε στην οθόνη το όνομα της Δέσποινας.
«Δέσποινα;»
«Έλα Μέμνονα, καλά πού χάθηκες; Είμαστε στο Θησείο με την Ελένη και σε θυμηθήκαμε. Σε λίγο θα ρθει κι η Ζωή»
«Δέσποινα, πόσο χαίρομαι που σ’ ακούω. Πόσο καλά έκανες που πήρες… Πω, πω, τι βύθισμα ήταν αυτό. Σαν να κοιμάμαι χρόνια. Θεέ μου αυτό δεν ήταν όνειρο, ήταν μια παράλληλη ζωή. Και μια και είπα ζωή, ποια είναι η Ζωή που ανέφερες πριν;»
«Μια φίλη της Ελένης, λίγο ονειροπαρμένο ούφο, αλλά πολύ καλή κοπέλα. Λοιπόν τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Θα ρθεις επιτόπου;»«Ναι, ντύνομαι κι έρχομαι. Έχω πολύ ανάγκη να δω κόσμο μετά απ’ αυτό το περίεργο ταξίδι μου. Τα λέμε. Γεια»«Άντε και γρήγορα. Γεια»
«Καλά τι περίεργο όνειρο ήταν αυτό», σκέφτηκε, «θα κάτσω μια στιγμή να γράψω τα βασικά, μη τα ξεχάσω. Δεν έχω δει πιο ολοκληρωμένη μορφή… η θεά Φύση σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Κι όλη η αίσθηση που μου έχει αφήσει είναι πέρα για πέρα αληθινή. Αυτό που νοιώθω, όσο αφελές κι αν ακούγεται, είναι ότι κάτι έχει αλλάξει πια στη ζωή μου. Κι ότι θα βρω την άκρη, όσο δύσκολο έως αδύνατο κι αν είναι αυτό».
Αφού κατέγραψε όπως όπως τα κυριότερα σημεία έφυγε για το Θησείο. Στη διαδρομή σκεφτόταν τη μορφή της Ζωής και το απίστευτο χάρισμα που του είχε δώσει σ’ όλη τη διάρκεια του ονείρου. Μακάρι να διέθετε αυτό το χάρισμα και στο ξύπνιο του. Σκέφτηκε πως αυτά που ένοιωσε για τους φίλους του μπορεί να είχαν και σπέρματα αλήθειας. Αυτή η υποτιθέμενη βαρεμάρα του Νίκου ήταν πλέον συμβατή με κάποιες εκφάνσεις της συμπεριφοράς του, που πριν δεν μπορούσε να ερμηνεύσει κι η Λένα με το Γιώργο και το Δημήτρη, θα μπορούσαν όντως να είναι ένα εν δυνάμει τρίο. Όσο για τον ίδιο, τον άνθρωπο που είχε ξεχάσει το όνομα του, τέτοιο φιλί δεν είχε ξαναγευθεί και τέτοιο δαχτυλίδι δεν είχε ξαναδεί. Κι η φράση πάνω του, αυτός ο συνδυασμός του Διόνυσου με το ‘είναι’ ταίριαζε απόλυτα με την προαιώνια θεά που του το δώρισε, τη θεά που απ’ τη μια μεριά ρίζωνε στα βάθη της γης, κι απ’ την άλλη άγγιζε τ’ αστέρια τ’ ουρανού.