Τρίτη 29 Ιουλίου 2008

Μ+Ζ+Ι+Ε+Δ+Β [19]

Κι όμως δεν ήταν ο Νικήτας. Είχε έρθει ο Στέλιος να δει τον Μέμνονα, και μη βρίσκοντας τον στο διαμέρισμα του, σκέφτηκε να χτυπήσει στον Φίλιππο.
Σε λίγο κάθονταν κι οι τρεις στο μπαλκόνι.
- Σας έκοψα, μάλλον. Έτσι νιώθω.
- Όχι, είχα κάτι αρχίσει να διηγούμαι στον Φίλιππο, αλλά ήρθες στο κρίσιμο σημείο, ακόμη δεν είπα τίποτα.
Κι ενώ πήγε να ξεκινήσει, κόμπιασε γιατί είδε δυο δάκρυα στα μάτια του Στέλιου.
- Τι έγινε ρε φίλε; Τι έχεις;
- Άσε, μαλακίες, τι να σας τα πρήζω τώρα;
- Έλα ρε, λέγε.
- Η Φωτούλα τάχει με άλλον.
Έπεσε σιωπή. Μετά από λίγο, κάποιες ασύνταχτες φράσεις ανακατεμένες με λυγμούς, έκαναν φανερή την απαίσια φάση που περνούσε ο φίλος τους.
- Καλά είναι δυνατόν; Δεν κατάλαβε τίποτα; Είναι δυνατόν να μπει άλλος στην αγκαλιά της; Εγώ τι είμαι; Μάλλον όλα ήταν στο μυαλό μου, ε;
Μετά πάλι σιωπή.
- Πολλοί έρωτες μαζί, ψιθύρισε ο Νικήτας, υπονοώντας τον Φίλιππο, τον Στέλιο, αλλά κυρίως τον Μέμνονα.
- Τι να σου πω ρε Στέλιο. Η Φωτούλα είναι καλό παιδί. Φάση της είναι και θα περάσει. Είμαι βέβαιος ότι μετά από κάποιο διάστημα θα είστε πάλι μαζί.
- Και ποιος σου πω ότι εγώ το θέλω πια, μουρμούρισε ο Στέλιος, χωρίς να μπορεί να πείσει κανένα μας. Για πες ρε Μέμνο τα δικά σου, μπας και αλλάξω κι εγώ παραστάσεις.

Τι να πει ο Μέμνονας. Επανέφερε στη μνήμη του τη σκηνή. Αλλά δεν μπορούσε να βγάλει άκρη κατά πόσο αυτά που θυμόταν ήταν απόλυτα ακριβή.
- Μήπως με συγχέεις με άλλον; την ρώτησα.
- Δηλαδή είσαι μόνο ένας; μου ανταπάντησε εξίσου αινιγματικά. Ή μήπως νομίζεις ότι εγώ είμαι μόνο μια;
- Ποια άλλη είσαι λοιπόν εκτός από τη Ζωή;
- Μια κοπέλα δίπλα στην τάφρο του κάστρου. Επί μέρες προσμένω να γυρίσει ο αγαπημένος μου. Αυτός όμως δεν εμφανίζεται ποτέ. Με φωνάζουν τρελή γιατί δεν τρώω, μόνο περιμένω. Με φωνάζουν μάγισσα γιατί ρωτάω τα πουλιά και τα ψάρια για τον αγαπημένο μου. Με φωνάζουν πουτάνα, γιατί κατεβάζω το φουστάνι μου για να δείξω τα στήθη μου σ’ αυτόν που προσμένω και δεν έρχεται. Είμαι τρελή, ναι, για εκείνον. Είμαι μάγισσα, ναι, για εκείνον. Είμαι πoυτάνα, ναι, για εκείνον. Και δεν είμαι μόνο αυτή. Είμαι κι η κοπέλα της δροσιάς, αυτή που ξυπνά λίγο πριν το πρωινό για να αφουγκραστώ τις στάλες της δροσιάς που πέφτουν πάνω στα φύλλα. Τις αγαπάω αυτές τις στάλες. Μου τις στέλνει ο θεός μου. Είμαι ερωτευμένη με τον θεό μου. Έχει καστανά διαπεραστικά μάτια, καρφωμένα πάντα πάνω μου. Και δεν είμαι μόνο αυτή. Είμαι η Σίβυλλα, η Κυμαία Σίβυλλα που δίνω χρησμούς μες απ’ την κίνηση των γραμμάτων, που τα φυσά ο αγέρας και τα κάνει λέξεις και φράσεις. Μόνο που οι χρησμοί είναι μόνο για τους ερωτευμένους, και πάντα μου φέρνουν θλίψη και κανείς δεν τους ακολουθεί. Και δεν είμαι μόνο αυτή… Εσύ όμως θυμάσαι στ αλήθεια ποιος είσαι;

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

Μ+Ζ+Ι+Ε+Δ+Β [18]


Του άρεσε να ξαπλώνει στον καναπέ με το αριστερό του χέρι για μαξιλάρι, μέχρι που μούδιαζε και αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει το δεξί. Έμενε εκεί χαζεύοντας το κομμάτι ουρανού που του επέτρεπε να κοιτάζει η τέντα. Του άρεσε να βλέπει τα δυο κοριτσάκια του να παίζουν στο ξύλινο πάτωμα ενώ η Αθανασία έκλεβε λίγα λεπτά να μελετήσει τις κλίμακες στο πιάνο της, πριν μαγειρέψει την σπεσιαλιτέ της με ζυμαρικά και λαχανικά. Λάτρευε και τις τρεις γυναίκες του, όπως τις αποκαλούσε ο Θανάσης.

Η Μυρτώ ήταν μικρότερη από τις δυο κόρες του και λίγο πιο ατίθαση. Ήθελε πάντα να κερδίζει στα πρωτότυπα παιχνίδια τους και θύμωνε όταν δεν τα κατάφερνε. Της άρεσε να κοιτάζει στην τηλεόραση ξένες ταινίες κι ας μην καταλάβαινε λέξη κι ας μην ήξερε καλά καλά ανάγνωση ακόμα. Όταν την ρωτούσαν τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, απαντούσε με σκέρτσο ότι θέλει να φτιάχνει κούκλες., προκαλώντας τα χαμόγελα στους γύρω. Εκείνη θύμωνε και έφευγε.

Όταν τελικά… μεγάλωσε έγινε δημοσιογράφος. Τώρα παρουσιάζει μουσική εκπομπή στο ραδιόφωνο.

Η μεγαλύτερη αδερφή της από μικρή της άρεσε να περνάει αρκετό χρόνο μπροστά στον καθρέφτη. Αρκετές φορές την είχαν πιάσει η γονείς της να μιλάει τον εαυτό της, πράγμα που είχε αρχίσει να τους ανησυχεί. Όταν την ρωτούσαν σε ποιον μιλάει εκείνη χαμογελούσε κρυφά και δεν τους απαντούσε. Είχε μάθει να διαβάζει από πολύ μικρή και στο σχολείο μια δασκάλα είχε πει στην Αθανασία ότι πρόκειται για ένα πανέξυπνο παιδί. Την ημέρα που ο μπαμπάς της, της πήρε δώρο την «Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων», του χάρισε ένα χαμόγελο ευτυχίας. Αργότερα ξεκίνησαν τα παιχνίδια με τον καθρέφτη. Όταν την ρωτούσαν τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, απαντούσε «Αλίκη», κι όλοι νόμιζαν ότι θέλει να γίνει ηθοποιός…

Η Ζωή μεγάλωσε κι έφυγε στο εξωτερικό να σπουδάσει βιολογία. Ενώ βρισκόταν στο τελευταίο έτος γνώρισε έναν άνθρωπο που έμελλε να της αλλάξει την ζωή. Ήταν συμφοιτητής της και με αρκετά υψηλό δείκτη νοημοσύνης, όπως κι εκείνη. Ένα βράδυ σε ένα υπόγειο εργαστήριο φιλήθηκαν για πρώτη φορά. Ακριβώς εκείνη την στιγμή αποφάσισαν να φύγουν από το Βέλγιο και να παρατήσουν μια διαφαινόμενη σπουδαία καριέρα. Μπήκαν στον σκαραβαίο της και πέρασαν τα σύνορα για Γαλλία.

Έμειναν έναν χρόνο εκεί. Δούλευαν σε έναν περιφερόμενο θίασο σαν κομπάρσοι αλλά δεν τους ένοιαζε. Αρκεί που ήταν μαζί. Στην Ελλάδα δεν γύρισαν όμως μαζί. Ένα βράδυ εκείνος βγήκε για μια βόλτα στο ποτάμι και δεν ξαναγύρισε.

Λίγους μήνες αργότερα επέστρεψε στο Βέλγιο και τελείωσε τις σπουδές της. Τις νύχτες που η μοναξιά της αγκύλωνε τις αισθήσεις έπαιρνε τηλέφωνο τον Αθανάσιο και την Αθανασία, όπως τις άρεσε να τους αποκαλεί. Στα κρυφά άκουγε την αδερφή της στο ραδιόφωνο, αλλά δεν της το έλεγε. Την αγαπούσε όμως και της έλειπε. Στο αεροπλάνο του γυρισμού γνώρισε την Ελένη. Τις χώριζε ο διάδρομος της έβδομης σειράς.

Κράτησε μονάχα μια φωτογραφία του.

Έμεινε για λίγο καιρό με τους γονείς της κι ύστερα νοίκιασε το δικό της σπίτι. Ένα σπίτι όπως το ήθελε. Με αυλή. Έγραφε παραμύθια και δούλευε σαν κλόουν σε παιδικά πάρτι.


Όπως στεκόταν επάνω στο ξύλινο πάτωμα, ιδρωμένη με γρήγορες αναπνοές, θυμήθηκε όταν ήταν μικρή και έπαιζαν με την Μυρτώ. Θυμήθηκε και τον πατέρα της στον καναπέ και την μητέρα της στο πιάνο. « Θα πάω να τους δω», σκέφτηκε. Θα πάρω το πρώτο τρένο αύριο το πρωί.


Ο Μέμνονας καθόταν στο μπαλκόνι με τον Φίλιππο και έλεγαν ιστορίες από τον στρατό. Τις βαριόντουσαν και οι δύο αυτές τις κουβέντες μα τρόμαζαν το παραδεχτούν ο ένας στον άλλον. Ευτυχώς που υπήρχαν και τα μπισκότα. Σε λίγο θα ερχόταν και ο Νικήτας. Ο Μέμνονας δεν μίλησε σε κανέναν για τις στιγμές με την Ζωή. Ήθελε να τις κρατήσει μονάχα για εκείνον ή μήπως δεν ήξερε τι να πει; Μέσα στο μυαλό του τριγύριζαν συγκεχυμένες εικόνες. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του συνέβαινε. Ψελλίζοντας ήρθε να το συνταράξει για ακόμα μια φορά η σκηνή που διαδραματίστηκε την ώρα που σηκώθηκαν από το κρεβάτι. Ο Φίλιππος τον άκουσε. «Πες μου τι συμβαίνει φίλε». Ο Μέμνονας άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά και οι λέξεις ξεγλίστρησαν… Ήταν σαν να το ξαναζούσε.


Σηκώθηκε κι έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. Δεν χόρταινε να την χαζεύει. Τον σαγήνευε. Ναι. Αυτή ήταν ή σωστή λέξη… μάλλον. Πήρε τα πόδια της στα χέρια του κι έμεινε να τα χαϊδεύει.

-Μέμνονα, σήκω, πάμε. Θέλω να σου δείξω κάτι.
-Όχι ας μείνουμε λίγο ακόμα εδώ, έτσι.
-Θα ξαναγυρίσουμε. Τώρα που σε ξαναβρήκα δεν έχω σκοπό να σε αφήσω να φύγεις.
-Με ξαναβρήκες;
-Δως μου το χέρι σου μικρέ μου αρλεκίνε…


-Γιατί με αποκάλεσε έτσι; Γιατί πάγωσα εκείνη την στιγμή που το άκουσα; Γιατί;
-Μέμνονα, περίμενε λίγο, δεν ακούς που σου μιλάω; Ήρθε ο Νικήτας πάω να του ανοίξω.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

Μ+Ζ+Ι+Ε+Δ+Β [17]


Η Ζωή βημάτιζε ακατάπαυστα: στους αστραγάλους της φορούσε κουδουνάκια και με κάθε της βήμα, έμοιαζε να οπτικοποιεί μια μαγνητική δυναμική γραμμή ενός πεδίου του οποίου το κέντρο είχε γίνει τώρα το σπίτι της.

Είχε και πάλι τα μαλλιά της πιασμένα έτσι, λες και κάποιο πουλί είχε χτίσει τη φωλιά του επάνω στο κεφάλι της, για να την εγκαταλείψει στη συνέχεια για τόπους άλλους μακρινούς, ενώ στο σώμα, χωρίς τη κτητική λέξη "της", μιας και το είχε δωρίσει πλέον στον Μέμνονα τον εξερευνητή της πυκνής και θερμή της ζούγκλας, είχε ρίξει ένα ελαφρύ σχεδόν διάφανο ύφασμα που ριγούσε σε κάθε της κίνηση.

Καθώς περπατούσε, σε κατάσταση μυστηριακής έκστασης, οι τοίχοι άρχισαν να πετούν μύτες πράσινες, δειλά λεπτά κλαδάκια, που σιγά σιγά άπλωναν σε ολόκληρη την επιφάνειά τους, τα κλαδάκια άρχισαν να γεμίζουν μικρά στενά φύλλα, ελάχιστες παλάμες με δαχτυλοειδείς απολήξεις, μακρυά σύνθετα χρυσοκίτρινα άνθη, ώριμα τσαμπιά εξωτικών σταφυλιών, πάσης φύσεως πουλιά και μικρόσωμα ζώα, μια μικρή Μαγαδασκάρη, ένα κλειστό αύταρκες οικοσύστημα, γεμάτο από φωνές, μυρωδιές, χρώματα, χυμούς, ένταση και ζωή: μικρόσωμοι λέμουροι κάττα, κυνηγιόντουσαν με κάποιους καφετιούς μακί αποφεύγοντας μια πεινασμένη φόσσα, που την είχαν ξεγελάσει οι ακίνητοι χαμαιλέοντες, ενώ πλήθος πουλιών ζευγάρωναν κρυμμένα στις φυλλωσιές...

Ήταν λες και την είχαν γυρίσει από την ανάποδη, ρούχο που τώρα φαίνονταν οι ραφές, όλος ο πόθος, η ηδονή, η γλύκα, ο παροξυσμός, τα συναισθήματα, οι σκέψεις και οι εικόνες της προηγούμενης ένωσής της με τον Μέμνονα, αποτυπωνόταν τώρα -τοιχογραφία ζώσα- μέσα στο σπίτι της.

Ξαφνικά ένα από τα σύνθετα μπουμπούκια ξεκόλλησε, λες, από το κλαδί του, και άρχισε να αιωρείται, χωρισμένο στα μέρη του, σαν χρυσοκίτρινο σμήνος μέσα στο χώρο: στριφογύριζε και ζυγιζόταν, έψαχνε τη θέση του στο πεδίο, εκεί που οι δυνάμεις του σταθεροποιούνταν. Καθώς περιστρεφόταν όλο και πιο γρήγορα σχηματίστηκε ένα υπέροχο φωτεινό στεφάνι, ένα δαχτυλίδι κοσμικό που ακτινοβολούσε, και κάθε ακτίνα του κατέληγε σε κάτι που έμοιαζε με ανκχ, το αιγυπτιακό σύμβολο της ζωής.

Η Ζωή είχε σταματήσει ακριβώς από κάτω από το γιγάντιο φωτοστέφανο, ένα αιωρούμενο τσέρκι, που σφύριζε και πάλλονταν. Τα πόδια της απέκτησαν την οριστική ακινησία λεπτών όμορφων κορμών, τα δάχτυλά της ήταν ένα με το ξύλινο δάπεδο, το γεμάτο χώμα και χορταράκια, χαμηλούς θάμνους και ζουζούνια, μα τα κουδουνάκια δονούνταν ακατάπαυστα εντείνοντας την ένταση του βουητού.

Με σηκωμένο το κεφάλι έβλεπε μέσα από το χρυσοκίτρινο περίγραμμα, έναν άλλον κόσμο, αστρικό και σκοτεινό, ένα πυκνό βελούδινο μαύρο που μέσα του γαλάζιες και ρόδινες αστραπές σχημάτιζαν φωτεινές μονοκοντυλιές: ήταν Ο Μέμνονας και ο κόσμος του, η Ζωή και ο δικός της, δύο πόλοι σε έναν μαγνήτη, απαραίτητοι ο ένας στον άλλο, συμπληρωματικοί.

Και τότε, έχοντας φτάσει στο ανώτατο σημείο έκστασης και προσμονής, η Ζωή κατέρρευσε και μαζί της το φωτοστέφανο, και όλο το μικρό της οικοσύστημα: κύμα που ορθώθηκε βουνό και ξεχύνεται ξέφρενο επάνω στα βράχια.

----

Άνοιξε τα μάτια της, ήταν ξαπλωμένη στο κέντρο του καθιστικού της, από κάτω της η γνώριμη αίσθηση του ξύλινου δαπέδου.
Την είχε πιάσει πάλι μια από εκείνες τις κρίσεις.

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Μ+Ζ+Ι+Ε+Δ+Β [16]

Έβγαλαν μαζί μια φωτογραφία σαν αυτή που έβγαζαν παλιά οι μετανάστες στον σταθμό, μπροστά στο ρολόι, πριν την αναχώρηση. Ύστερα δάκρυζαν και έφευγαν. Το ρολόι στη φωτογραφία έδειχνε τρεις και δέκα.

Και η δική τους φωτογραφία του Μέμνονα και της Ζωής τραβήχτηκε κάτω από το μεγάλο οβάλ ξύλινο ρολόι τοίχου. Ποιος από τους δύο όμως ήταν ο “μετανάστης”; Ποιος δακρύζει πρώτος πριν τον αποχωρισμό και ποιος τελευταίος ; Και ποιος είναι ο πραγματικός προορισμός του; Είναι αυτός που δείχνει το βέλος του πόθου;

Το ρολόι στη φωτογραφία δείχνει τρεις παρά δέκα, όταν ήρθαν έδειχνε εννιά και δέκα. Ο Μέμνονας είχε υπολογίσει κάποτε πως ο αριθμός φ, η χρυσή τομή, ορίζει αναλογικά δύο στιγμές στη διάρκεια ενός εικοσιτετράωρου : η πρώτη στις εννιά και δέκα , η δεύτερη στις τρεις παρά δέκα. Τον είχε πιάσει μανία μια εποχή με τον αριθμό φ και τις κρυμμένες αναλογίες. Μια μέρα σκέφτηκε πως κάθε αναλογία κρύβει μια απλοποίηση, κάθε απλοποίηση μια διαίρεση, κάθε διαίρεση μία τουλάχιστον αφαίρεση. Και σταμάτησε. Έτσι ξαφνικά.

Να όμως που η διαίρεση του χτύπαγε ξανά την πόρτα . Έριξε μια τελευταία ματιά στο ρολόι πριν κλειδώσουν. Είχε σταματήσει στις τρεις και δέκα.

Όταν γύρισε σπίτι έβαλε τα ρούχα με το άρωμά της σε μια πλαστική σακούλα και την σφράγισε. Το πρωί άνοιξε τον υπολογιστή, πέρασε την φωτογραφία από το κινητό και την άνοιξε. Η οθόνη γέμισε με το πρόσωπό της. Κοίταξε στα μάτια την Ζωή και τον εαυτό του. Όμως κάτι περίεργο συνέβαινε. Το ρολόι στη φωτογραφία έδειχνε εννιά και δέκα. Το ρολόι λειτουργούσε, μόνο που οι δείκτες του γύριζαν αντίστροφα, προς τα πίσω.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

M+Z+I+E+Δ [15]

Το σώμα του είχε διεγερθεί στο έπακρο. Αλλά δεν ήταν το σώμα από μόνο του, ήταν ένας χρωματιστός πόθος στο βάθος βάθος της ψυχής του, της καρδιάς του, των χεριών του, των ποδιών του, όλων του. Με μια απαλή κίνηση την αγκάλιασε. Καθώς ένοιωσε το δέρμα της πάνω στο δικό του, τον πλημμύρισε μια ευφορία υπερύπαρξης και αδυσώπητης αλήθειας. Βρέθηκε μέσα της χωρίς καν να το επιδιώξει. Ήταν η πιο γλυκειά είσδυση, μια είσδυση χωρίς κενά, χωρίς μνήμη, σαν να συνέβαινε πάντα, σαν να μην ήταν ποτέ εκτός της. Εκείνη του ανήκε, αν και γνώριζε καλά ότι δεν του ανήκε τίποτα. Εκείνος της ανήκε, άλλωστε της ανήκαν τα πάντα.
Η Ζωή μέσα σε λίγες στιγμές γέννησε άπειρους κόσμους. Σ’ έναν απ’ αυτούς ο ιππότης Άσδραχ βάδιζε μες στο σκοτάδι προς τον πύργο της Αλουένης, στα Δαλματικά παράλια. Η αλμύρα της θάλασσας ανακατευόταν με τον ιδρώτα στο πρόσωπο του. Είχε ήδη βαδίσει μίλια μες από δεκάδες βασίλεια. Η τάφρος γύρω απ’ τον πύργο ήταν η τελική του δοκιμασία. Η μόνη ορατή δίοδος ήταν ένα τεντωμένο σχοινί πάνω από την τάφρο. «Μόνο οι ακροβάτες είναι ευπρόσδεκτοι εδώ», σκέφτηκε. Το επιχείρησε. Και το κατάφερε, σαν μια αόρατη κλωστή να τον τράβαγε προς τα πάνω. Στο τέρμα ένα μικρό άνοιγμα σηματοδοτούσε την είσοδο στα άδυτα του πύργου. Σύρθηκε στα τέσσερα και μετά από ώρες που του φάνηκαν χρόνια έφτασε σε μια μεγάλη αίθουσα – αυτό το σούρσιμο επί ώρες σήμαινε προφανώς ότι δεν επρόκειτο για μια ευθεία σήραγγα αλλά για μια καμπυλωτή σαν έντερο σήραγγα η οποία στρεφόταν την μια προς τον πύργο και την άλλη προς την τάφρο.
Στην αίθουσα αυτή η οποιαδήποτε ανθρώπινη παρουσία ή δράση αποτυπωνόταν σε ζωγραφικούς πίνακες. Ένας ιππότης μονομαχούσε με το ξίφος του απέναντι σε ένα μοναχό με όπλο το σταυρό. Δυο παιδάκια έπαιζαν με κύβους. Μια κοπέλα ξέπλενε τα μαλλιά της σε μια πηγή. Μια άλλη κοπέλα κοιμόταν και απ’ τα μακριά ξέπλεκα μαλλιά της πιάνονταν σκίουροι, καλικάντζαροι και δεκάδες ζευγάρια ερωτευμένων. Ένα απ’ αυτά τα ζευγάρια έκανε έρωτα ανάμεσα στα μαλλιά της και τα αγκομαχητά της γλύκας τους γίνονταν σύννεφα. Σ’ ένα απ’ αυτά ένα κοριτσάκι καθόταν αποχαυνωμένο, καθώς σκεφτόταν το αγόρι που κάθε πρωί τους έφερνε το γάλα. Ο πατέρας του αγοριού είχε φύγει για την Αίγυπτο μαζί με τον Άγιο Λουδοβίκο για να πολεμήσει τους Μαμελούκους, στις μάχες που αργότερα αποκαλέστηκαν έβδομη σταυροφορία. Στην πραγματικότητα δεν ακολούθησε τον Λουδοβίκο από θρησκευτικό ζήλο αλλά επειδή, ως κρυφός αλχημιστής, έψαχνε το περίφημο ελλείπον συστατικό που το γνώριζε μόνο ένας βεδουίνος στη Μανσούρα. Και το βρήκε. Η επίσκεψη του Άσδραχ στον πύργο είχε στεφθεί με επιτυχία. Ένα μίγμα γαλάζιου οπάλιου με πράσινο νεφρίτη σε αναλογία 2:3,7. Ο οπάλιος συμβόλιζε τη γέννηση, την έναρξη, το Α. Ο νεφρίτης το θάνατο, το τέλος, το Ω. Κι ο Άσδραχ άραγε τι συμβόλιζε; Το Μ, την αλχημική μετουσίωση, τη μεταμόρφωση, τη μετάβαση από το θάνατο στη γέννηση, μια αντιστροφή της συνήθους ζωής που οδεύει από τη γέννηση στο θάνατο.
Η Ζωή φίλησε τον Μέμνονα στο μέτωπο, ενόσο εκείνος προσπαθούσε να συγκρατήσει τους κόσμους που είχε δει. Ο ένας όμως μετά τον άλλον διαλύονταν μες στη μνήμη του.
Κάθησαν στη βεράντα για να πιουν ήσυχα καφέ. Εκείνος δεν ήθελε να τη ρωτήσει τίποτα. Εκείνη ήθελε να του εξηγήσει τα πάντα. Κι όμως κάθονταν σιωπηλοί κρατώντας ο ένας τα χέρια του άλλου.
Η Ζωή είχε τα κλειδιά για την προαιώνια ελπίδα του ανθρώπου, τη νίκη πάνω στο θάνατο. Ο Μέμνονας μπόρεσε να το γευθεί για λίγο, για όσο ήταν μέσα της. Θα του έμενε μια αδιόρατη θύμηση. Η Ζωή όμως δεν μπορούσε, δεν είχε το δικαίωμα να του πει περισσότερα. Ο Άσδραχ τα είχε πει όλα. Έπρεπε να βρει τον οπάλιο, ή ένα είδος οπάλιου. Έπρεπε να βρει το νεφρίτη, ή ένα είδος νεφρίτη. Έπρεπε να βρει την σωστή αναλογία, και αυτό ήταν το δυσκολότερο. Κι όλ’ αυτά τη στιγμή που είχαν πλέον γλυστρήσει από τη μνήμη του…

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

M+Z+I+E+Δ [14]

[ photo: so unreal by glitterdarkstar ]

Ο Μέμνονας δεν μιλούσε. Όχι, δε αποφάσισε ξαφνικά να απολαύσει την σιωπή, μα ένιωθε τα χείλη του ζεστά και σφραγισμένα, σαν κάποιο άγνωστο χέρι να είχε μόλις στάξει επάνω τους, πολύ προσεκτικά, βουλοκέρι. Μετά από μερικά λεπτά όταν όλα άρχισαν να θολώνουν και να μισοσκοτεινιάζουν γύρω του, ακόμα κι εκείνη, συνειδητοποίησε πως δεν είχε ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα του ούτε μία φορά. Εκείνη την στιγμή σκέφτηκε πως αν το κάνει, μπορεί στο επόμενο άνοιγμα, εκείνη να μην είναι εκεί. Μπορούσε να το ρισκάρει; Ήταν τόσο όμορφη. Ήταν όσο όμορφη την ήθελε να είναι. «Πρέπει να φερθώ φυσιολογικά!», σκέφτηκε. «Δεν έχω βγάλει άχνα τόση ώρα… Πόση ώρα άραγε; Τι ώρα να είναι; Μα, καλά είμαι τρελός; Τι με νοιάζουν όλα αυτά; Είμαι εδώ με την Ζωή! Πρέπει να της πω κάτι! Ότι να ’ναι!»

-Ζωή, μπορώ να ανάψω τσιγάρο εδώ;
-Όχι εδώ. Άλλωστε, φτάνουμε σε λίγο.
-Που πάμε;
-Σπίτι μου.

Λίγο το βουλοκέρι, λίγο τα μουδιασμένα του μάτια, λίγο η αμηχανία του και λίγο το ότι βρισκόταν σε ένα αυτοκίνητο με την γυναίκα «των ονείρων» του, τον είχαν μπερδέψει, και πριν καλά καλά σκεφτεί, ή προλάβει να σκεφτεί, ο σκαραβαίος ήταν ήδη παρκαρισμένος κι εκείνος έξω να κοιτάζει έναν γλάρο που ήρθε κι έκατσε στο χέρι της Ζωής, με το που ξεπρόβαλλε από την θέση του συνοδηγού. «Εγώ οδηγούσα; Εγώ οδηγούσα!». Ο Μέμνονας τα είχε χαμένα. Μα πως ήταν δυνατόν να οδηγούσε και να μην το είχε καταλάβει; Και που ήξερε που να πάει, αφού δεν μίλησαν καθόλου σε όλη την διαδρομή;

-Ήμουν σίγουρη ότι θυμόσουν την διαδρομή.
-Που είμαστε;
-Αφού ξέρεις, που είμαστε, τι ξαναρωτάς. Εσύ μας έφερες, άλλωστε μέχρι εδώ.
-Ζωή, συγγνώμη, μα δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει.
-Θα καταλάβεις όταν ανέβουμε πάνω.

Τον έπιασε από το χέρι. Ένα ηλεκτρικό ρεύμα συντάραξε όλο του το κορμί. Η Ζωή, τράβηξε τον σύρτη της κόκκινης καγκελόπορτας με το αριστερό της χέρι, στο οποίο φορούσε ένα κεχριμπαρένιο βραχιόλι, και μπήκαν σε έναν όμορφα φροντισμένο κήπο γεμάτο με ηλιοτρόπια και τουλίπες. Για μια στιγμή του φάνηκε πως έστρεφαν τους ανθούς τους στην κατεύθυνση που βημάτιζαν. «Μπα, ιδέα μου θα ήταν…» σκέφτηκε. Έφτασαν στην είσοδο. Η πόρτα, ξυλόγλυπτη, διακοσμημένη με γράμματα διαφόρων αλφαβήτων στις άκρες της. Εκείνη, έβγαλε ένα χάλκινο κλειδί από την τσέπη της και ξεκλείδωσε με μαεστρία την πόρτα…

Πως μπορούν οι απλές κινήσεις, να αλλάζουν χαρακτήρα, όταν λούζονται με έρωτα; Πως είναι δυνατόν, ακόμα και τα πιο περίεργα πράγματα να μοιάζουν «φυσιολογικά», όταν κρατάς στο χέρι… την ζωή σου; Πώς, μπορείς να ξεχνάς και να θυμάσαι επιλεκτικά ότι επιθυμείς και πώς μπορείς να επιθυμείς, όταν απλά δεν ξέρεις αν οδηγείς ή αν οδηγείσαι;

-Κλείσε τα μάτια σου, Μέμνονα.

Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Έκαναν 5 βήματα. Ανέβηκαν 8 σκαλιά.

-Άνοιξέ τα τώρα.

Η Ζωή στεκόταν μπροστά του. Πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν σκέφτηκε τίποτα. Απλά την φίλησε. Άρχισε να χαιδεύει το κορμί της, την πλάτη της, τα μαλλιά της, το πρόσωπό της. Την φιλούσε πότε με μάτια ανοιχτά, πότε με μάτια κλειστά. Ήταν εκεί, στο σπίτι της. Δεν ασχολήθηκε καθόλου με τον γύρω χώρο. Δεν τον ενδιέφερε άλλωστε. Είχε εισέλθει σε έναν χορό τόσο μυστηριακό που τα χέρια και τα πόδια του ήταν ελεύθερα. Τα πόδια της ήταν γυμνά. Ήταν και από πριν; Δεν ήξερε. Είχε υπέροχη γεύση. Ήθελε τόσο πολύ να γευτεί κάθε της σημείο. Την ήθελε.

Η Ζωή έκανε ένα βήμα πίσω. Πίσω της ο τοίχος ήταν ζωγραφισμένος με ανθρώπους – πιγκουΐνους από την μία άκρη ως την άλλη. Στην γωνία το κρεβάτι της, με ένα μαξιλάρι. Επάνω του υπήρχαν κεντημένα τρία γράμματα: Α, Μ, Ω.

Όταν ξαναγύρισε το βλέμμα του προς την μεριά της, ήταν γυμνή. Εκείνος έμεινε χωρίς αυδό να την κοιτάζει. Εκείνη τον πλησίασε και με έναν ψίθυρο, τάραξε την σάρκα του και την ψυχή του…

-Μη μου πεις, ότι δεν με θυμήθηκες ακόμα Μέμνονα;

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

M+Z+I+E+Δ [13]


Σουρούπωνε ήδη, όταν ξανάνοιξε τα μάτια του. Τη μια στιγμή ήταν ακόμη εκεί μαζί με τη Φωτούλα και την αμέσως επόμενη ήταν σαν να ήταν πάντοτε μόνος. Σαν να τον είχε απλώς ακουμπήσει μια μακρινή ανάμνηση, αγαπημένο πολυφορεμένο παπούτσι, φθαρμένο αλλά γνώριμο και σίγουρο.
Η Φωτούλα... ναι πράγματι τον χαλάρωνε η φωνή της, η άλλοτε ασθμαίνουσα, άλλοτε διακοπτόμενη, όπως τότε, ένα άλλο απόγευμα, αμήχανο και φορτισμένο, όταν εδώ στον ίδιο χώρο είχαν προσπαθήσει να δώσουν μια άλλη διάσταση στη φιλία τους, ασθμαίνουσα και διακοπτόμενη και αυτή...
Ο έρωτάς τους επάνω στον καναπέ του είχε κάτι το τρυφερό αλλά και το επώδυνο, ένα σμίξιμο που έμοιαζε σκηνή από πρόβα κακού έργου, το πάθος λεκτικό και στο τέλος -ευτυχώς- ένα συνωμοτικό γέλιο. Όχι, δεν θα γίνονταν ποτέ ζευγάρι...

Ένα έντονο ζουζούνισμα τον έκανε να κοιτάξε προς την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα: ένα λαμπερό έντομο, ένας χρυσοπράσινος κάνθαρος ήρθε και κάθισε επάνω στο τραπέζι. Ο κουρασμένος ήλιος του πρόσθετε μια χάλκινη λάμψη. Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι και το πλασματάκι σκαρφάλωσε αμέσως στην παλάμη του. Ο Μέμνονας χαμογέλασε και έγειρε και πάλι πίσω το κεφάλι του και έκλεισε τα μάτια. Δυο χέρια άρχισαν να του χαϊδεύουν τα μαλλιά, ενώ κάτι μέσα στο κεφάλι του του ψιθύριζε πως συχνά τα ωραιότερα και πιο απίθανα σενάρια είναι και τα πιο αληθινά.

Περπατούσε και πάλι στην παραλία, συνεχώς η ίδια σκηνή: οι άνθρωποι-πιγκουίνοι, ο κατακόκκινος κεραυνός, το φωτεινό ζωντανό μονοπάτι, το σπίτι και εκείνη. Όχι, δεν περπατούσε, έτρεχε, μα όχι προς το σπίτι, ήθελε να κρυφτεί στο δάσος, εκείνο με τις σήραγγες, ξαφνικά ένας φόβος τον κυρίευσε, πρέπει να μου έχεις εμπιστοσύνη, άκουγε κάποιον να του λέει, όταν θα έρθει η στιγμή θα έρθω να σε βρω, επαναλάμβανε, ο κεραυνός σύριζε ήδη, τώρα χαμήλωνε και θα τους διαπερνούσε όλους, όλους; και εκείνον; όχι, σου εμπιστεύτηκα τα παιδιά μου, του έλεγε η φωνή, ποιος είσαι, ρωτούσε δυνατά, αγωνία και τρέλλα, εσύ είσαι, εσύ, ξαναφώναζε, σε ξέρω, μα δεν τολμώ να πω το όνομά σου, μήπως και μου θυμώσεις πάλι, σε θέλω τόσο πολύ κοντά μου, και συ με αποδιώχνεις, άσε με και μένα λεύτερο, άνθρωπο-πιγκουίνο, να γίνω και γω ένας σωρός από άμμο, άσε με!

Το κουδούνι χτυπούσε. Πρέπει να χτυπούσε ώρα. Πετάχτηκε μούσκεμα στον ιδρώτα. Ένιωσε ένα θρόϊσμα και ένα στρογγυλωπό έντομο πετάχτηκε από το χέρι του. Αλαφιασμένος έτρεξε προς το θυροτηλέφωνο. Στην ερώτησή του αντί για απάντηση άκουσε μια αγαπημένη φωνή να του λέει: "Θα σε περιμένω κάτω. Έλα!"

Στο μπάνιο έριξε λίγο νερό στο κεφάλι του, τα μακρυά μαλλιά του βράχηκαν, άλλαξε το μπλουζάκι του και πήρε μονάχα τα πορτοφόλι του.
Το κινητό του το ξέχασε στο τραπέζι.

Κλείδωσε την πόρτα και κατέβηκε τους τέσσερις ορόφους από τις σκάλες.
Εκεί στην μισοσκότεινη είσοδο της πολυκατοικίας τον περίμενε η Ζωή. Τα μάτια της έλαμπαν και τον άρπαξε σφιχτά από το χέρι.
"'Ελα" του είπε, "σου έχω μια έκπληξη. Θά πάμε με το αμάξι μου"
Στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν παρκαρισμένος ένας παλιός σκαραβαίος σε πράσινο μεταλλικό χρώμα.