Τρίτη 29 Ιουλίου 2008

Μ+Ζ+Ι+Ε+Δ+Β [19]

Κι όμως δεν ήταν ο Νικήτας. Είχε έρθει ο Στέλιος να δει τον Μέμνονα, και μη βρίσκοντας τον στο διαμέρισμα του, σκέφτηκε να χτυπήσει στον Φίλιππο.
Σε λίγο κάθονταν κι οι τρεις στο μπαλκόνι.
- Σας έκοψα, μάλλον. Έτσι νιώθω.
- Όχι, είχα κάτι αρχίσει να διηγούμαι στον Φίλιππο, αλλά ήρθες στο κρίσιμο σημείο, ακόμη δεν είπα τίποτα.
Κι ενώ πήγε να ξεκινήσει, κόμπιασε γιατί είδε δυο δάκρυα στα μάτια του Στέλιου.
- Τι έγινε ρε φίλε; Τι έχεις;
- Άσε, μαλακίες, τι να σας τα πρήζω τώρα;
- Έλα ρε, λέγε.
- Η Φωτούλα τάχει με άλλον.
Έπεσε σιωπή. Μετά από λίγο, κάποιες ασύνταχτες φράσεις ανακατεμένες με λυγμούς, έκαναν φανερή την απαίσια φάση που περνούσε ο φίλος τους.
- Καλά είναι δυνατόν; Δεν κατάλαβε τίποτα; Είναι δυνατόν να μπει άλλος στην αγκαλιά της; Εγώ τι είμαι; Μάλλον όλα ήταν στο μυαλό μου, ε;
Μετά πάλι σιωπή.
- Πολλοί έρωτες μαζί, ψιθύρισε ο Νικήτας, υπονοώντας τον Φίλιππο, τον Στέλιο, αλλά κυρίως τον Μέμνονα.
- Τι να σου πω ρε Στέλιο. Η Φωτούλα είναι καλό παιδί. Φάση της είναι και θα περάσει. Είμαι βέβαιος ότι μετά από κάποιο διάστημα θα είστε πάλι μαζί.
- Και ποιος σου πω ότι εγώ το θέλω πια, μουρμούρισε ο Στέλιος, χωρίς να μπορεί να πείσει κανένα μας. Για πες ρε Μέμνο τα δικά σου, μπας και αλλάξω κι εγώ παραστάσεις.

Τι να πει ο Μέμνονας. Επανέφερε στη μνήμη του τη σκηνή. Αλλά δεν μπορούσε να βγάλει άκρη κατά πόσο αυτά που θυμόταν ήταν απόλυτα ακριβή.
- Μήπως με συγχέεις με άλλον; την ρώτησα.
- Δηλαδή είσαι μόνο ένας; μου ανταπάντησε εξίσου αινιγματικά. Ή μήπως νομίζεις ότι εγώ είμαι μόνο μια;
- Ποια άλλη είσαι λοιπόν εκτός από τη Ζωή;
- Μια κοπέλα δίπλα στην τάφρο του κάστρου. Επί μέρες προσμένω να γυρίσει ο αγαπημένος μου. Αυτός όμως δεν εμφανίζεται ποτέ. Με φωνάζουν τρελή γιατί δεν τρώω, μόνο περιμένω. Με φωνάζουν μάγισσα γιατί ρωτάω τα πουλιά και τα ψάρια για τον αγαπημένο μου. Με φωνάζουν πουτάνα, γιατί κατεβάζω το φουστάνι μου για να δείξω τα στήθη μου σ’ αυτόν που προσμένω και δεν έρχεται. Είμαι τρελή, ναι, για εκείνον. Είμαι μάγισσα, ναι, για εκείνον. Είμαι πoυτάνα, ναι, για εκείνον. Και δεν είμαι μόνο αυτή. Είμαι κι η κοπέλα της δροσιάς, αυτή που ξυπνά λίγο πριν το πρωινό για να αφουγκραστώ τις στάλες της δροσιάς που πέφτουν πάνω στα φύλλα. Τις αγαπάω αυτές τις στάλες. Μου τις στέλνει ο θεός μου. Είμαι ερωτευμένη με τον θεό μου. Έχει καστανά διαπεραστικά μάτια, καρφωμένα πάντα πάνω μου. Και δεν είμαι μόνο αυτή. Είμαι η Σίβυλλα, η Κυμαία Σίβυλλα που δίνω χρησμούς μες απ’ την κίνηση των γραμμάτων, που τα φυσά ο αγέρας και τα κάνει λέξεις και φράσεις. Μόνο που οι χρησμοί είναι μόνο για τους ερωτευμένους, και πάντα μου φέρνουν θλίψη και κανείς δεν τους ακολουθεί. Και δεν είμαι μόνο αυτή… Εσύ όμως θυμάσαι στ αλήθεια ποιος είσαι;

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

Μ+Ζ+Ι+Ε+Δ+Β [18]


Του άρεσε να ξαπλώνει στον καναπέ με το αριστερό του χέρι για μαξιλάρι, μέχρι που μούδιαζε και αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει το δεξί. Έμενε εκεί χαζεύοντας το κομμάτι ουρανού που του επέτρεπε να κοιτάζει η τέντα. Του άρεσε να βλέπει τα δυο κοριτσάκια του να παίζουν στο ξύλινο πάτωμα ενώ η Αθανασία έκλεβε λίγα λεπτά να μελετήσει τις κλίμακες στο πιάνο της, πριν μαγειρέψει την σπεσιαλιτέ της με ζυμαρικά και λαχανικά. Λάτρευε και τις τρεις γυναίκες του, όπως τις αποκαλούσε ο Θανάσης.

Η Μυρτώ ήταν μικρότερη από τις δυο κόρες του και λίγο πιο ατίθαση. Ήθελε πάντα να κερδίζει στα πρωτότυπα παιχνίδια τους και θύμωνε όταν δεν τα κατάφερνε. Της άρεσε να κοιτάζει στην τηλεόραση ξένες ταινίες κι ας μην καταλάβαινε λέξη κι ας μην ήξερε καλά καλά ανάγνωση ακόμα. Όταν την ρωτούσαν τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, απαντούσε με σκέρτσο ότι θέλει να φτιάχνει κούκλες., προκαλώντας τα χαμόγελα στους γύρω. Εκείνη θύμωνε και έφευγε.

Όταν τελικά… μεγάλωσε έγινε δημοσιογράφος. Τώρα παρουσιάζει μουσική εκπομπή στο ραδιόφωνο.

Η μεγαλύτερη αδερφή της από μικρή της άρεσε να περνάει αρκετό χρόνο μπροστά στον καθρέφτη. Αρκετές φορές την είχαν πιάσει η γονείς της να μιλάει τον εαυτό της, πράγμα που είχε αρχίσει να τους ανησυχεί. Όταν την ρωτούσαν σε ποιον μιλάει εκείνη χαμογελούσε κρυφά και δεν τους απαντούσε. Είχε μάθει να διαβάζει από πολύ μικρή και στο σχολείο μια δασκάλα είχε πει στην Αθανασία ότι πρόκειται για ένα πανέξυπνο παιδί. Την ημέρα που ο μπαμπάς της, της πήρε δώρο την «Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων», του χάρισε ένα χαμόγελο ευτυχίας. Αργότερα ξεκίνησαν τα παιχνίδια με τον καθρέφτη. Όταν την ρωτούσαν τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, απαντούσε «Αλίκη», κι όλοι νόμιζαν ότι θέλει να γίνει ηθοποιός…

Η Ζωή μεγάλωσε κι έφυγε στο εξωτερικό να σπουδάσει βιολογία. Ενώ βρισκόταν στο τελευταίο έτος γνώρισε έναν άνθρωπο που έμελλε να της αλλάξει την ζωή. Ήταν συμφοιτητής της και με αρκετά υψηλό δείκτη νοημοσύνης, όπως κι εκείνη. Ένα βράδυ σε ένα υπόγειο εργαστήριο φιλήθηκαν για πρώτη φορά. Ακριβώς εκείνη την στιγμή αποφάσισαν να φύγουν από το Βέλγιο και να παρατήσουν μια διαφαινόμενη σπουδαία καριέρα. Μπήκαν στον σκαραβαίο της και πέρασαν τα σύνορα για Γαλλία.

Έμειναν έναν χρόνο εκεί. Δούλευαν σε έναν περιφερόμενο θίασο σαν κομπάρσοι αλλά δεν τους ένοιαζε. Αρκεί που ήταν μαζί. Στην Ελλάδα δεν γύρισαν όμως μαζί. Ένα βράδυ εκείνος βγήκε για μια βόλτα στο ποτάμι και δεν ξαναγύρισε.

Λίγους μήνες αργότερα επέστρεψε στο Βέλγιο και τελείωσε τις σπουδές της. Τις νύχτες που η μοναξιά της αγκύλωνε τις αισθήσεις έπαιρνε τηλέφωνο τον Αθανάσιο και την Αθανασία, όπως τις άρεσε να τους αποκαλεί. Στα κρυφά άκουγε την αδερφή της στο ραδιόφωνο, αλλά δεν της το έλεγε. Την αγαπούσε όμως και της έλειπε. Στο αεροπλάνο του γυρισμού γνώρισε την Ελένη. Τις χώριζε ο διάδρομος της έβδομης σειράς.

Κράτησε μονάχα μια φωτογραφία του.

Έμεινε για λίγο καιρό με τους γονείς της κι ύστερα νοίκιασε το δικό της σπίτι. Ένα σπίτι όπως το ήθελε. Με αυλή. Έγραφε παραμύθια και δούλευε σαν κλόουν σε παιδικά πάρτι.


Όπως στεκόταν επάνω στο ξύλινο πάτωμα, ιδρωμένη με γρήγορες αναπνοές, θυμήθηκε όταν ήταν μικρή και έπαιζαν με την Μυρτώ. Θυμήθηκε και τον πατέρα της στον καναπέ και την μητέρα της στο πιάνο. « Θα πάω να τους δω», σκέφτηκε. Θα πάρω το πρώτο τρένο αύριο το πρωί.


Ο Μέμνονας καθόταν στο μπαλκόνι με τον Φίλιππο και έλεγαν ιστορίες από τον στρατό. Τις βαριόντουσαν και οι δύο αυτές τις κουβέντες μα τρόμαζαν το παραδεχτούν ο ένας στον άλλον. Ευτυχώς που υπήρχαν και τα μπισκότα. Σε λίγο θα ερχόταν και ο Νικήτας. Ο Μέμνονας δεν μίλησε σε κανέναν για τις στιγμές με την Ζωή. Ήθελε να τις κρατήσει μονάχα για εκείνον ή μήπως δεν ήξερε τι να πει; Μέσα στο μυαλό του τριγύριζαν συγκεχυμένες εικόνες. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του συνέβαινε. Ψελλίζοντας ήρθε να το συνταράξει για ακόμα μια φορά η σκηνή που διαδραματίστηκε την ώρα που σηκώθηκαν από το κρεβάτι. Ο Φίλιππος τον άκουσε. «Πες μου τι συμβαίνει φίλε». Ο Μέμνονας άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά και οι λέξεις ξεγλίστρησαν… Ήταν σαν να το ξαναζούσε.


Σηκώθηκε κι έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. Δεν χόρταινε να την χαζεύει. Τον σαγήνευε. Ναι. Αυτή ήταν ή σωστή λέξη… μάλλον. Πήρε τα πόδια της στα χέρια του κι έμεινε να τα χαϊδεύει.

-Μέμνονα, σήκω, πάμε. Θέλω να σου δείξω κάτι.
-Όχι ας μείνουμε λίγο ακόμα εδώ, έτσι.
-Θα ξαναγυρίσουμε. Τώρα που σε ξαναβρήκα δεν έχω σκοπό να σε αφήσω να φύγεις.
-Με ξαναβρήκες;
-Δως μου το χέρι σου μικρέ μου αρλεκίνε…


-Γιατί με αποκάλεσε έτσι; Γιατί πάγωσα εκείνη την στιγμή που το άκουσα; Γιατί;
-Μέμνονα, περίμενε λίγο, δεν ακούς που σου μιλάω; Ήρθε ο Νικήτας πάω να του ανοίξω.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

Μ+Ζ+Ι+Ε+Δ+Β [17]


Η Ζωή βημάτιζε ακατάπαυστα: στους αστραγάλους της φορούσε κουδουνάκια και με κάθε της βήμα, έμοιαζε να οπτικοποιεί μια μαγνητική δυναμική γραμμή ενός πεδίου του οποίου το κέντρο είχε γίνει τώρα το σπίτι της.

Είχε και πάλι τα μαλλιά της πιασμένα έτσι, λες και κάποιο πουλί είχε χτίσει τη φωλιά του επάνω στο κεφάλι της, για να την εγκαταλείψει στη συνέχεια για τόπους άλλους μακρινούς, ενώ στο σώμα, χωρίς τη κτητική λέξη "της", μιας και το είχε δωρίσει πλέον στον Μέμνονα τον εξερευνητή της πυκνής και θερμή της ζούγκλας, είχε ρίξει ένα ελαφρύ σχεδόν διάφανο ύφασμα που ριγούσε σε κάθε της κίνηση.

Καθώς περπατούσε, σε κατάσταση μυστηριακής έκστασης, οι τοίχοι άρχισαν να πετούν μύτες πράσινες, δειλά λεπτά κλαδάκια, που σιγά σιγά άπλωναν σε ολόκληρη την επιφάνειά τους, τα κλαδάκια άρχισαν να γεμίζουν μικρά στενά φύλλα, ελάχιστες παλάμες με δαχτυλοειδείς απολήξεις, μακρυά σύνθετα χρυσοκίτρινα άνθη, ώριμα τσαμπιά εξωτικών σταφυλιών, πάσης φύσεως πουλιά και μικρόσωμα ζώα, μια μικρή Μαγαδασκάρη, ένα κλειστό αύταρκες οικοσύστημα, γεμάτο από φωνές, μυρωδιές, χρώματα, χυμούς, ένταση και ζωή: μικρόσωμοι λέμουροι κάττα, κυνηγιόντουσαν με κάποιους καφετιούς μακί αποφεύγοντας μια πεινασμένη φόσσα, που την είχαν ξεγελάσει οι ακίνητοι χαμαιλέοντες, ενώ πλήθος πουλιών ζευγάρωναν κρυμμένα στις φυλλωσιές...

Ήταν λες και την είχαν γυρίσει από την ανάποδη, ρούχο που τώρα φαίνονταν οι ραφές, όλος ο πόθος, η ηδονή, η γλύκα, ο παροξυσμός, τα συναισθήματα, οι σκέψεις και οι εικόνες της προηγούμενης ένωσής της με τον Μέμνονα, αποτυπωνόταν τώρα -τοιχογραφία ζώσα- μέσα στο σπίτι της.

Ξαφνικά ένα από τα σύνθετα μπουμπούκια ξεκόλλησε, λες, από το κλαδί του, και άρχισε να αιωρείται, χωρισμένο στα μέρη του, σαν χρυσοκίτρινο σμήνος μέσα στο χώρο: στριφογύριζε και ζυγιζόταν, έψαχνε τη θέση του στο πεδίο, εκεί που οι δυνάμεις του σταθεροποιούνταν. Καθώς περιστρεφόταν όλο και πιο γρήγορα σχηματίστηκε ένα υπέροχο φωτεινό στεφάνι, ένα δαχτυλίδι κοσμικό που ακτινοβολούσε, και κάθε ακτίνα του κατέληγε σε κάτι που έμοιαζε με ανκχ, το αιγυπτιακό σύμβολο της ζωής.

Η Ζωή είχε σταματήσει ακριβώς από κάτω από το γιγάντιο φωτοστέφανο, ένα αιωρούμενο τσέρκι, που σφύριζε και πάλλονταν. Τα πόδια της απέκτησαν την οριστική ακινησία λεπτών όμορφων κορμών, τα δάχτυλά της ήταν ένα με το ξύλινο δάπεδο, το γεμάτο χώμα και χορταράκια, χαμηλούς θάμνους και ζουζούνια, μα τα κουδουνάκια δονούνταν ακατάπαυστα εντείνοντας την ένταση του βουητού.

Με σηκωμένο το κεφάλι έβλεπε μέσα από το χρυσοκίτρινο περίγραμμα, έναν άλλον κόσμο, αστρικό και σκοτεινό, ένα πυκνό βελούδινο μαύρο που μέσα του γαλάζιες και ρόδινες αστραπές σχημάτιζαν φωτεινές μονοκοντυλιές: ήταν Ο Μέμνονας και ο κόσμος του, η Ζωή και ο δικός της, δύο πόλοι σε έναν μαγνήτη, απαραίτητοι ο ένας στον άλλο, συμπληρωματικοί.

Και τότε, έχοντας φτάσει στο ανώτατο σημείο έκστασης και προσμονής, η Ζωή κατέρρευσε και μαζί της το φωτοστέφανο, και όλο το μικρό της οικοσύστημα: κύμα που ορθώθηκε βουνό και ξεχύνεται ξέφρενο επάνω στα βράχια.

----

Άνοιξε τα μάτια της, ήταν ξαπλωμένη στο κέντρο του καθιστικού της, από κάτω της η γνώριμη αίσθηση του ξύλινου δαπέδου.
Την είχε πιάσει πάλι μια από εκείνες τις κρίσεις.

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Μ+Ζ+Ι+Ε+Δ+Β [16]

Έβγαλαν μαζί μια φωτογραφία σαν αυτή που έβγαζαν παλιά οι μετανάστες στον σταθμό, μπροστά στο ρολόι, πριν την αναχώρηση. Ύστερα δάκρυζαν και έφευγαν. Το ρολόι στη φωτογραφία έδειχνε τρεις και δέκα.

Και η δική τους φωτογραφία του Μέμνονα και της Ζωής τραβήχτηκε κάτω από το μεγάλο οβάλ ξύλινο ρολόι τοίχου. Ποιος από τους δύο όμως ήταν ο “μετανάστης”; Ποιος δακρύζει πρώτος πριν τον αποχωρισμό και ποιος τελευταίος ; Και ποιος είναι ο πραγματικός προορισμός του; Είναι αυτός που δείχνει το βέλος του πόθου;

Το ρολόι στη φωτογραφία δείχνει τρεις παρά δέκα, όταν ήρθαν έδειχνε εννιά και δέκα. Ο Μέμνονας είχε υπολογίσει κάποτε πως ο αριθμός φ, η χρυσή τομή, ορίζει αναλογικά δύο στιγμές στη διάρκεια ενός εικοσιτετράωρου : η πρώτη στις εννιά και δέκα , η δεύτερη στις τρεις παρά δέκα. Τον είχε πιάσει μανία μια εποχή με τον αριθμό φ και τις κρυμμένες αναλογίες. Μια μέρα σκέφτηκε πως κάθε αναλογία κρύβει μια απλοποίηση, κάθε απλοποίηση μια διαίρεση, κάθε διαίρεση μία τουλάχιστον αφαίρεση. Και σταμάτησε. Έτσι ξαφνικά.

Να όμως που η διαίρεση του χτύπαγε ξανά την πόρτα . Έριξε μια τελευταία ματιά στο ρολόι πριν κλειδώσουν. Είχε σταματήσει στις τρεις και δέκα.

Όταν γύρισε σπίτι έβαλε τα ρούχα με το άρωμά της σε μια πλαστική σακούλα και την σφράγισε. Το πρωί άνοιξε τον υπολογιστή, πέρασε την φωτογραφία από το κινητό και την άνοιξε. Η οθόνη γέμισε με το πρόσωπό της. Κοίταξε στα μάτια την Ζωή και τον εαυτό του. Όμως κάτι περίεργο συνέβαινε. Το ρολόι στη φωτογραφία έδειχνε εννιά και δέκα. Το ρολόι λειτουργούσε, μόνο που οι δείκτες του γύριζαν αντίστροφα, προς τα πίσω.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

M+Z+I+E+Δ [15]

Το σώμα του είχε διεγερθεί στο έπακρο. Αλλά δεν ήταν το σώμα από μόνο του, ήταν ένας χρωματιστός πόθος στο βάθος βάθος της ψυχής του, της καρδιάς του, των χεριών του, των ποδιών του, όλων του. Με μια απαλή κίνηση την αγκάλιασε. Καθώς ένοιωσε το δέρμα της πάνω στο δικό του, τον πλημμύρισε μια ευφορία υπερύπαρξης και αδυσώπητης αλήθειας. Βρέθηκε μέσα της χωρίς καν να το επιδιώξει. Ήταν η πιο γλυκειά είσδυση, μια είσδυση χωρίς κενά, χωρίς μνήμη, σαν να συνέβαινε πάντα, σαν να μην ήταν ποτέ εκτός της. Εκείνη του ανήκε, αν και γνώριζε καλά ότι δεν του ανήκε τίποτα. Εκείνος της ανήκε, άλλωστε της ανήκαν τα πάντα.
Η Ζωή μέσα σε λίγες στιγμές γέννησε άπειρους κόσμους. Σ’ έναν απ’ αυτούς ο ιππότης Άσδραχ βάδιζε μες στο σκοτάδι προς τον πύργο της Αλουένης, στα Δαλματικά παράλια. Η αλμύρα της θάλασσας ανακατευόταν με τον ιδρώτα στο πρόσωπο του. Είχε ήδη βαδίσει μίλια μες από δεκάδες βασίλεια. Η τάφρος γύρω απ’ τον πύργο ήταν η τελική του δοκιμασία. Η μόνη ορατή δίοδος ήταν ένα τεντωμένο σχοινί πάνω από την τάφρο. «Μόνο οι ακροβάτες είναι ευπρόσδεκτοι εδώ», σκέφτηκε. Το επιχείρησε. Και το κατάφερε, σαν μια αόρατη κλωστή να τον τράβαγε προς τα πάνω. Στο τέρμα ένα μικρό άνοιγμα σηματοδοτούσε την είσοδο στα άδυτα του πύργου. Σύρθηκε στα τέσσερα και μετά από ώρες που του φάνηκαν χρόνια έφτασε σε μια μεγάλη αίθουσα – αυτό το σούρσιμο επί ώρες σήμαινε προφανώς ότι δεν επρόκειτο για μια ευθεία σήραγγα αλλά για μια καμπυλωτή σαν έντερο σήραγγα η οποία στρεφόταν την μια προς τον πύργο και την άλλη προς την τάφρο.
Στην αίθουσα αυτή η οποιαδήποτε ανθρώπινη παρουσία ή δράση αποτυπωνόταν σε ζωγραφικούς πίνακες. Ένας ιππότης μονομαχούσε με το ξίφος του απέναντι σε ένα μοναχό με όπλο το σταυρό. Δυο παιδάκια έπαιζαν με κύβους. Μια κοπέλα ξέπλενε τα μαλλιά της σε μια πηγή. Μια άλλη κοπέλα κοιμόταν και απ’ τα μακριά ξέπλεκα μαλλιά της πιάνονταν σκίουροι, καλικάντζαροι και δεκάδες ζευγάρια ερωτευμένων. Ένα απ’ αυτά τα ζευγάρια έκανε έρωτα ανάμεσα στα μαλλιά της και τα αγκομαχητά της γλύκας τους γίνονταν σύννεφα. Σ’ ένα απ’ αυτά ένα κοριτσάκι καθόταν αποχαυνωμένο, καθώς σκεφτόταν το αγόρι που κάθε πρωί τους έφερνε το γάλα. Ο πατέρας του αγοριού είχε φύγει για την Αίγυπτο μαζί με τον Άγιο Λουδοβίκο για να πολεμήσει τους Μαμελούκους, στις μάχες που αργότερα αποκαλέστηκαν έβδομη σταυροφορία. Στην πραγματικότητα δεν ακολούθησε τον Λουδοβίκο από θρησκευτικό ζήλο αλλά επειδή, ως κρυφός αλχημιστής, έψαχνε το περίφημο ελλείπον συστατικό που το γνώριζε μόνο ένας βεδουίνος στη Μανσούρα. Και το βρήκε. Η επίσκεψη του Άσδραχ στον πύργο είχε στεφθεί με επιτυχία. Ένα μίγμα γαλάζιου οπάλιου με πράσινο νεφρίτη σε αναλογία 2:3,7. Ο οπάλιος συμβόλιζε τη γέννηση, την έναρξη, το Α. Ο νεφρίτης το θάνατο, το τέλος, το Ω. Κι ο Άσδραχ άραγε τι συμβόλιζε; Το Μ, την αλχημική μετουσίωση, τη μεταμόρφωση, τη μετάβαση από το θάνατο στη γέννηση, μια αντιστροφή της συνήθους ζωής που οδεύει από τη γέννηση στο θάνατο.
Η Ζωή φίλησε τον Μέμνονα στο μέτωπο, ενόσο εκείνος προσπαθούσε να συγκρατήσει τους κόσμους που είχε δει. Ο ένας όμως μετά τον άλλον διαλύονταν μες στη μνήμη του.
Κάθησαν στη βεράντα για να πιουν ήσυχα καφέ. Εκείνος δεν ήθελε να τη ρωτήσει τίποτα. Εκείνη ήθελε να του εξηγήσει τα πάντα. Κι όμως κάθονταν σιωπηλοί κρατώντας ο ένας τα χέρια του άλλου.
Η Ζωή είχε τα κλειδιά για την προαιώνια ελπίδα του ανθρώπου, τη νίκη πάνω στο θάνατο. Ο Μέμνονας μπόρεσε να το γευθεί για λίγο, για όσο ήταν μέσα της. Θα του έμενε μια αδιόρατη θύμηση. Η Ζωή όμως δεν μπορούσε, δεν είχε το δικαίωμα να του πει περισσότερα. Ο Άσδραχ τα είχε πει όλα. Έπρεπε να βρει τον οπάλιο, ή ένα είδος οπάλιου. Έπρεπε να βρει το νεφρίτη, ή ένα είδος νεφρίτη. Έπρεπε να βρει την σωστή αναλογία, και αυτό ήταν το δυσκολότερο. Κι όλ’ αυτά τη στιγμή που είχαν πλέον γλυστρήσει από τη μνήμη του…

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

M+Z+I+E+Δ [14]

[ photo: so unreal by glitterdarkstar ]

Ο Μέμνονας δεν μιλούσε. Όχι, δε αποφάσισε ξαφνικά να απολαύσει την σιωπή, μα ένιωθε τα χείλη του ζεστά και σφραγισμένα, σαν κάποιο άγνωστο χέρι να είχε μόλις στάξει επάνω τους, πολύ προσεκτικά, βουλοκέρι. Μετά από μερικά λεπτά όταν όλα άρχισαν να θολώνουν και να μισοσκοτεινιάζουν γύρω του, ακόμα κι εκείνη, συνειδητοποίησε πως δεν είχε ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα του ούτε μία φορά. Εκείνη την στιγμή σκέφτηκε πως αν το κάνει, μπορεί στο επόμενο άνοιγμα, εκείνη να μην είναι εκεί. Μπορούσε να το ρισκάρει; Ήταν τόσο όμορφη. Ήταν όσο όμορφη την ήθελε να είναι. «Πρέπει να φερθώ φυσιολογικά!», σκέφτηκε. «Δεν έχω βγάλει άχνα τόση ώρα… Πόση ώρα άραγε; Τι ώρα να είναι; Μα, καλά είμαι τρελός; Τι με νοιάζουν όλα αυτά; Είμαι εδώ με την Ζωή! Πρέπει να της πω κάτι! Ότι να ’ναι!»

-Ζωή, μπορώ να ανάψω τσιγάρο εδώ;
-Όχι εδώ. Άλλωστε, φτάνουμε σε λίγο.
-Που πάμε;
-Σπίτι μου.

Λίγο το βουλοκέρι, λίγο τα μουδιασμένα του μάτια, λίγο η αμηχανία του και λίγο το ότι βρισκόταν σε ένα αυτοκίνητο με την γυναίκα «των ονείρων» του, τον είχαν μπερδέψει, και πριν καλά καλά σκεφτεί, ή προλάβει να σκεφτεί, ο σκαραβαίος ήταν ήδη παρκαρισμένος κι εκείνος έξω να κοιτάζει έναν γλάρο που ήρθε κι έκατσε στο χέρι της Ζωής, με το που ξεπρόβαλλε από την θέση του συνοδηγού. «Εγώ οδηγούσα; Εγώ οδηγούσα!». Ο Μέμνονας τα είχε χαμένα. Μα πως ήταν δυνατόν να οδηγούσε και να μην το είχε καταλάβει; Και που ήξερε που να πάει, αφού δεν μίλησαν καθόλου σε όλη την διαδρομή;

-Ήμουν σίγουρη ότι θυμόσουν την διαδρομή.
-Που είμαστε;
-Αφού ξέρεις, που είμαστε, τι ξαναρωτάς. Εσύ μας έφερες, άλλωστε μέχρι εδώ.
-Ζωή, συγγνώμη, μα δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει.
-Θα καταλάβεις όταν ανέβουμε πάνω.

Τον έπιασε από το χέρι. Ένα ηλεκτρικό ρεύμα συντάραξε όλο του το κορμί. Η Ζωή, τράβηξε τον σύρτη της κόκκινης καγκελόπορτας με το αριστερό της χέρι, στο οποίο φορούσε ένα κεχριμπαρένιο βραχιόλι, και μπήκαν σε έναν όμορφα φροντισμένο κήπο γεμάτο με ηλιοτρόπια και τουλίπες. Για μια στιγμή του φάνηκε πως έστρεφαν τους ανθούς τους στην κατεύθυνση που βημάτιζαν. «Μπα, ιδέα μου θα ήταν…» σκέφτηκε. Έφτασαν στην είσοδο. Η πόρτα, ξυλόγλυπτη, διακοσμημένη με γράμματα διαφόρων αλφαβήτων στις άκρες της. Εκείνη, έβγαλε ένα χάλκινο κλειδί από την τσέπη της και ξεκλείδωσε με μαεστρία την πόρτα…

Πως μπορούν οι απλές κινήσεις, να αλλάζουν χαρακτήρα, όταν λούζονται με έρωτα; Πως είναι δυνατόν, ακόμα και τα πιο περίεργα πράγματα να μοιάζουν «φυσιολογικά», όταν κρατάς στο χέρι… την ζωή σου; Πώς, μπορείς να ξεχνάς και να θυμάσαι επιλεκτικά ότι επιθυμείς και πώς μπορείς να επιθυμείς, όταν απλά δεν ξέρεις αν οδηγείς ή αν οδηγείσαι;

-Κλείσε τα μάτια σου, Μέμνονα.

Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Έκαναν 5 βήματα. Ανέβηκαν 8 σκαλιά.

-Άνοιξέ τα τώρα.

Η Ζωή στεκόταν μπροστά του. Πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν σκέφτηκε τίποτα. Απλά την φίλησε. Άρχισε να χαιδεύει το κορμί της, την πλάτη της, τα μαλλιά της, το πρόσωπό της. Την φιλούσε πότε με μάτια ανοιχτά, πότε με μάτια κλειστά. Ήταν εκεί, στο σπίτι της. Δεν ασχολήθηκε καθόλου με τον γύρω χώρο. Δεν τον ενδιέφερε άλλωστε. Είχε εισέλθει σε έναν χορό τόσο μυστηριακό που τα χέρια και τα πόδια του ήταν ελεύθερα. Τα πόδια της ήταν γυμνά. Ήταν και από πριν; Δεν ήξερε. Είχε υπέροχη γεύση. Ήθελε τόσο πολύ να γευτεί κάθε της σημείο. Την ήθελε.

Η Ζωή έκανε ένα βήμα πίσω. Πίσω της ο τοίχος ήταν ζωγραφισμένος με ανθρώπους – πιγκουΐνους από την μία άκρη ως την άλλη. Στην γωνία το κρεβάτι της, με ένα μαξιλάρι. Επάνω του υπήρχαν κεντημένα τρία γράμματα: Α, Μ, Ω.

Όταν ξαναγύρισε το βλέμμα του προς την μεριά της, ήταν γυμνή. Εκείνος έμεινε χωρίς αυδό να την κοιτάζει. Εκείνη τον πλησίασε και με έναν ψίθυρο, τάραξε την σάρκα του και την ψυχή του…

-Μη μου πεις, ότι δεν με θυμήθηκες ακόμα Μέμνονα;

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

M+Z+I+E+Δ [13]


Σουρούπωνε ήδη, όταν ξανάνοιξε τα μάτια του. Τη μια στιγμή ήταν ακόμη εκεί μαζί με τη Φωτούλα και την αμέσως επόμενη ήταν σαν να ήταν πάντοτε μόνος. Σαν να τον είχε απλώς ακουμπήσει μια μακρινή ανάμνηση, αγαπημένο πολυφορεμένο παπούτσι, φθαρμένο αλλά γνώριμο και σίγουρο.
Η Φωτούλα... ναι πράγματι τον χαλάρωνε η φωνή της, η άλλοτε ασθμαίνουσα, άλλοτε διακοπτόμενη, όπως τότε, ένα άλλο απόγευμα, αμήχανο και φορτισμένο, όταν εδώ στον ίδιο χώρο είχαν προσπαθήσει να δώσουν μια άλλη διάσταση στη φιλία τους, ασθμαίνουσα και διακοπτόμενη και αυτή...
Ο έρωτάς τους επάνω στον καναπέ του είχε κάτι το τρυφερό αλλά και το επώδυνο, ένα σμίξιμο που έμοιαζε σκηνή από πρόβα κακού έργου, το πάθος λεκτικό και στο τέλος -ευτυχώς- ένα συνωμοτικό γέλιο. Όχι, δεν θα γίνονταν ποτέ ζευγάρι...

Ένα έντονο ζουζούνισμα τον έκανε να κοιτάξε προς την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα: ένα λαμπερό έντομο, ένας χρυσοπράσινος κάνθαρος ήρθε και κάθισε επάνω στο τραπέζι. Ο κουρασμένος ήλιος του πρόσθετε μια χάλκινη λάμψη. Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι και το πλασματάκι σκαρφάλωσε αμέσως στην παλάμη του. Ο Μέμνονας χαμογέλασε και έγειρε και πάλι πίσω το κεφάλι του και έκλεισε τα μάτια. Δυο χέρια άρχισαν να του χαϊδεύουν τα μαλλιά, ενώ κάτι μέσα στο κεφάλι του του ψιθύριζε πως συχνά τα ωραιότερα και πιο απίθανα σενάρια είναι και τα πιο αληθινά.

Περπατούσε και πάλι στην παραλία, συνεχώς η ίδια σκηνή: οι άνθρωποι-πιγκουίνοι, ο κατακόκκινος κεραυνός, το φωτεινό ζωντανό μονοπάτι, το σπίτι και εκείνη. Όχι, δεν περπατούσε, έτρεχε, μα όχι προς το σπίτι, ήθελε να κρυφτεί στο δάσος, εκείνο με τις σήραγγες, ξαφνικά ένας φόβος τον κυρίευσε, πρέπει να μου έχεις εμπιστοσύνη, άκουγε κάποιον να του λέει, όταν θα έρθει η στιγμή θα έρθω να σε βρω, επαναλάμβανε, ο κεραυνός σύριζε ήδη, τώρα χαμήλωνε και θα τους διαπερνούσε όλους, όλους; και εκείνον; όχι, σου εμπιστεύτηκα τα παιδιά μου, του έλεγε η φωνή, ποιος είσαι, ρωτούσε δυνατά, αγωνία και τρέλλα, εσύ είσαι, εσύ, ξαναφώναζε, σε ξέρω, μα δεν τολμώ να πω το όνομά σου, μήπως και μου θυμώσεις πάλι, σε θέλω τόσο πολύ κοντά μου, και συ με αποδιώχνεις, άσε με και μένα λεύτερο, άνθρωπο-πιγκουίνο, να γίνω και γω ένας σωρός από άμμο, άσε με!

Το κουδούνι χτυπούσε. Πρέπει να χτυπούσε ώρα. Πετάχτηκε μούσκεμα στον ιδρώτα. Ένιωσε ένα θρόϊσμα και ένα στρογγυλωπό έντομο πετάχτηκε από το χέρι του. Αλαφιασμένος έτρεξε προς το θυροτηλέφωνο. Στην ερώτησή του αντί για απάντηση άκουσε μια αγαπημένη φωνή να του λέει: "Θα σε περιμένω κάτω. Έλα!"

Στο μπάνιο έριξε λίγο νερό στο κεφάλι του, τα μακρυά μαλλιά του βράχηκαν, άλλαξε το μπλουζάκι του και πήρε μονάχα τα πορτοφόλι του.
Το κινητό του το ξέχασε στο τραπέζι.

Κλείδωσε την πόρτα και κατέβηκε τους τέσσερις ορόφους από τις σκάλες.
Εκεί στην μισοσκότεινη είσοδο της πολυκατοικίας τον περίμενε η Ζωή. Τα μάτια της έλαμπαν και τον άρπαξε σφιχτά από το χέρι.
"'Ελα" του είπε, "σου έχω μια έκπληξη. Θά πάμε με το αμάξι μου"
Στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν παρκαρισμένος ένας παλιός σκαραβαίος σε πράσινο μεταλλικό χρώμα.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

M+Z+I+E+Δ [12]


Paul Klee. Fire in the Evening. 1929. Oil on board

Τον πήγαν στο σπίτι του και τον άφησαν μόνο του για να κοιμηθεί και να ηρεμήσει. Το πρόβλημα του βέβαια δεν ήταν η κούραση αλλά η στέρηση. Του έλειπε κάποια που είχε γνωρίσει μόνο για λίγα λεπτά και όμως του έλειπε και μάλιστα πολύ.
Ευτυχώς που ήταν σε άδεια. Αλλιώς θα έπρεπε να φύγει πρωί – πρωί για το εργαστήριο και εκεί να συνεχίσει τις ενδιαφέρουσες αλλά απαιτητικές του έρευνες.
Ο μόνος του σύνδεσμος ήταν η Ελένη. Την πήρε και της ζήτησε το τηλέφωνο της Ζωής. Εκείνη του το έδωσε, τονίζοντας του ταυτόχρονα ότι πρόκειται για πολύ κλειστό άτομο που μερικές φορές αγγίζει τα όρια του παράξενου ακόμη και του δύστροπου.
Παρά τις συμβουλές της εκείνος πήρε τελικά την πρωτοβουλία.
- Ναι;
- Ζωή συγνώμη που σε παίρνω. Είμαι ο Μέμνονας, ο φίλος της Δέσποινας. Μου έδωσε το τηλέφωνο σου η Ελένη.
Καμία απάντηση.
- Ζωή εσύ είσαι; Με ακούς;
- Ναι, σε ακούυω.
- Μήπως ενοχλώ;
- Γενικά με ενοχλούν όσοι δεν με εμπιστεύονται.
- Δηλαδή;
- Σου είχα πει Μέμνονα. Θα επικοινωνούσα εγώ μαζί σου. Τέλος πάντων. Καλά είσαι;
Ο Μέμνονας ξενέρωσε εντελώς, είπε μερικά τυπικά λόγια και τη χαιρέτησε.
Μετά έπεσε σε μαύρη κατάθλιψη, καθώς είχε καταφέρει μια γνωριμία βασισμένη στο όνειρο να την κατεβάσει άδοξα στην πραγματικότητα.
Δυο μέρες μετά, το απόγευμα, πήγε στο σπίτι του Μέμνονα η Φωτεινή.
Χάρηκε πολύ που την είδε. Τον χαλάρωνε πάντα όταν την άκουγε. Η φωνή της, άλλοτε ασθμαίνουσα, άλλοτε διακοπτόμενη, είχε ένα ρυθμό σχεδόν μουσικό.
«Μέμνο, δεν ξέρω τι μου γίνεται. Ο Στέλιος… Καταλαβαίνεις. Μου κάνει όλο και σοβαρότερες δηλώνει για τον έρωτα του. Κι εγώ τι να του πω; Του μιλάω ειλικρινά, αλλά κάπου στο βάθος στεναχωριέται… Δηλαδή δεν του αρκεί ότι πηδιόμαστε καλά; Ότι περνάμε τόσο ωραία εκείνες τις στιγμές; Δεν είμαι εγώ για έρωτες. Τουλάχιστον δεν έχω ερωτευθεί ως τώρα άντρα. Εντάξει είμαι παράνοια. Αλλά μήπως δεν το στηρίζω και λογικά και φιλοσοφικά; Η γυναίκα είναι ένα όν πιο βαθύ ρε παιδί μου, πιο συναισθηματικό, υπάρχει πιο πολύ πώς να στο πω; Όχι ότι θα ‘κανα ποτέ σεξ με γυναίκα. Γουστάρω πολύ τους άντρες γι’ αυτό που ξέρουν καλά να κάνουν. Αλλά μέχρι εκεί. Πώς μπορώ εγώ να ερωτευθώ τον Στέλιο όταν υπάρχει η Ελεονόρα; Ωχ, στα ζάλισα ε; »
«Κάθε άλλο Φωτούλα. Πάντα σ’ ευχαριστιέμαι. Και δε διαφωνώ καθόλου. Κι εγώ δεν θα μπορούσα να ερωτευθώ ποτέ ένα άντρα»
Έσκασαν κι οι δυο στα γέλια.
«Α δε σού ‘πα Μέμνο. Πέρασα πριν λίγο απ τη Δέσποινα. Ήταν εκεί η φίλη της Ελένης. Ξέρεις ποια. Εκείνη η ρομαντίκ φιγούρα; Κατάλαβες ποια…»
«Τι; Είδες τη Ζωή;»
«Μέμνο, τι ύφος είναι αυτό; Τι τρέχει;»
«Έλα άστα τώρα… Για πες τι λέγατε;»
«Μας έλεγε ότι έχει γνωρίσει κάποιον και ότι θα ‘θελε να του χαριστεί ολοκληρωτικά. Κι όταν τη ρωτάγαμε, πώς και τι, πέταγε κάτι ανωμαλίες για απέραντες παραλίες και φιλιά μέσα στα σύννεφα… Καλά ρε μαλάκα, σ αρέσει αυτό το ούφο;»
«Δεν μ αρέσει απλώς Φωτούλα. Τη λατρεύω. Αλλά αυτή έχει βρει, όπως φαίνεται κάποιον άλλον. Έτσι εξηγείται η ψυχρότητα. Δεν πειράζει, ατύχησα για μια ακόμη φορά»
«Τι να πω ρε. Μπορεί να αξίζει τελικά η κοπέλα… Ρε λες να εννοεί εσένα;»
Αυτό ήταν το ωραιότερο αλλά ταυτόχρονα και το πιο απίθανο σενάριο. Βυθίστηκε όμως μέσα του ο Μέμνονας σαν να έκανε κατάδυση σε ένα παράδεισο από μέλι.

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Μ+Ζ+Ι+Ε+Δ [11]


-Ένα ποτήρι νερό! Ένα ποτήρι νερό! Μέμνονα μ’ ακούς; Μέμνονα!

Ο Φίλιππος, έμενε στο διπλανό διαμέρισμα από τον Μέμνονα. Συναντιόντουσαν κάθε πρωί Κυριακής κι έπιναν σκέτο καφέ φίλτρου με συνοδεία μπισκότων μελιού και μουσικής από την Αργεντινή. Καθόντουσαν στο μπαλκόνι του Φιλίππου και άφηναν το βλέμμα τους να πηγαινοέρχεται πότε στην σβηστή οθόνη του απέναντι θερινού κινηματογράφου και πότε στους περαστικούς. Πριν 9 μέρες ο Φίλιππος γνώρισε τυχαία στο σπίτι του Μέμνονα τον Νικήτα και την Ιωάννα. Στο πρώτο του βλέμμα με εκείνη η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε κι ένιωσε όπως όταν ήταν μικρός στο Buenos Aires και έτρεχε ξυπόλητος στους δρόμους της γειτονιάς του, όπως όταν έμπαινε για πρώτη φορά στο φρεσκοβαμμένο του διαμέρισμα στην Αθήνα κι όπως όταν νυσταγμένος κοιτούσε το πρόσωπό του στον καθρέφτη την νύχτα και ένιώθε ταραχή κι ύστερα ανακούφιση…
Κάποιοι το λένε κεραυνοβόλο έρωτα. Για τον Φίλιππο ήταν απλά αφύπνιση.
Πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι να μάθει το χαρμόσυνο για εκείνον γεγονός… πως δηλαδή η Ιωάννα κι ο Νικήτας ήταν δίδυμα αδέρφια. Μέχρι τώρα ο μόνος στον οποίον έχει εκμυστηρευτεί την εσωτερική του συναίσθηση είναι ο Μέμνονας, χωρίς όμως να είχε ζητήσει και την βοήθειά του μέχρι χθες, οπότε του χτύπησε την πόρτα και του ζήτησε το τηλέφωνό της…

Η θετική της ανταπόκριση, σαν tango ήχησε στα αυτιά του.

Επειδή δεν του αρέσει να οδηγεί, αν και έχει αυτοκίνητο, συναντήθηκαν στο μετρό και μπήκαν στον ίδιο συρμό με τον οποίον λίγο αργότερα θα επιχειρούσε να μετακινηθεί προς το σπίτι του ο Μέμνονας. Όταν κάποιος από το πλήθος φώναξε αν υπάρχει κάποιος γιατρός, ο Φίλιππος έτρεξε ασυναίσθητα προς τα εκεί και είδε τον Μέμνονα λιπόθυμο στο πάτωμα. Τον σήκωσε στην αγκαλιά του και με την πρώτη στάση βγήκαν έξω.

-Ιωάννα, μείνε μαζί του! Πάω να φέρω ένα ποτήρι νερό!

Πως βουλιάζει ένας άνθρωπος μες στον ίδιο του τον ιδρώτα; Πως αφήνει το άνευρό του σώμα στα χέρια του όποιου περαστικού και στην θέα των εκατοντάδων περίεργων βλεμμάτων; Πως επιτρέπει στην ζωή του να παραμένει μια επιθυμία σε ένα λευκό χαρτί τσαλακωμένο;

Ο Μέμνονας αν και λιπόθυμος κρατούσε καλά σφιγμένο στην γροθιά του το λευκό χαρτί. Τόσο καλά που ούτε η Ιωάννα, στα χέρια της οποίας επανήλθε στην εδώ ζωή αποκαλώντας την «Ζωή», αντιλήφθηκε την ύπαρξή του. Όταν επέστρεψε ο Φίλιππος τους βρήκε να κάθονται σε ένα παγκάκι. Το ωχρό πρόσωπο του Μέμνονα σιγά σιγά άρχισε να επανέρχεται στο κλασσικό του ρόδινο χρώμα.

-Φίλε είσαι καλά; Τι σου συνέβη;
-Η Ζωή που είναι;
-Ποια Ζωή ρε φίλε; Μόνος σου ήσουν, από ότι είδα! Πιες μια γουλιά νερό.
-Όχι! Πρέπει να γυρίσω στην Ζωή!

Συνέχιζε να ψελλίζει διάφορες ακατανόητες, για τους άλλους, φράσεις, και με μια σπασμωδική κίνηση που έκανε τα οστά των δαχτύλων του να τρίξουν, σαν αλάδωτη ξύλινη επαφή… ή σαν υλικό που κάτω από τον κρύο αέρα συστέλλεται, ξέσφιξε την κλειδωμένη του γροθιά και κοίταξε το χαρτί με αγωνία. Μπορούσε σίγουρα να καταλάβει πως ήταν δύο λέξεις μα δεν μπορούσε να τις διαβάσει. Ο ιδρώτας του, σαν καυτό ηδονικό υγρό είχε σβήσει το παρελθόν του χαρτιού και το παρόν της εντόσθιας χρησιμότητάς του. Ήταν άχρηστο πια. Ίσα που είχε προλάβει να το χρησιμοποιήσει και το κατέστρεψε με την ίδια του την σάρκα. «Ανάθεμα σε αυτή την άτιμη την υπότασή μου!», φώναξε, «Ανάθεμα!», και με μία απρόσμενη για τα μάτια του Φίλιππου και της Ιωάννας πράξη, έβγαλε τον αναπτήρα του από την τσέπη και το έκαψε. Ήταν ήδη ρόδινος στο πρόσωπο και κάτωχρος στην καρδιά.

Δεν ήθελε να πιει νερό. Είχε δυο σταγόνες στις άκρες των χειλιών του. Δεν διψούσε.

Τρίτη 6 Μαΐου 2008

Μ+Ζ+Ι+Ε [10]


...Αλλά μόνον αυτή. Μια φωνή απόκοσμη, στολισμένη με χρώματα ξεβαμμένα σχεδόν. Ένας αντίλαλος που χάθηκε πίσω
από το παραπέτασμα της λογικής.

- Τί έχεις; του είπε ο Νικήτας, και τον σκούντησε ελαφρά. Αφαιρέθηκες;

Μα ο Μέμνονας ήταν σε μια μορφή νιρβάνας. Έστρεψε το κεφάλι του και με το βλέμμα του έπιασε ένα κομμάτι χαρτί στο τραπεζάκι που πριν νόμιζε ότι είχε δει τη Ζωή. Σηκώθηκε με βήμα διστακτικό και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Κόσμος χόρευε γύρω του κι ένιωθε σαν να ήταν στο κέντρο μιας αρχέγονης τελετής ιθαγενών, των οποίων τα τραγούδια δεν καταλάβαινε και οι μελωδίες φθάναν παρθένες στα αυτιά του.

Έπιασε το χαρτί στα χέρια του. Πρόλαβε να δει τρία γράμματα πριν εξαφανιστούν και μείνει και πάλι λευκό. Α, Μ, Ω. Το Α χάθηκε από την αριστερή άνω γωνία της κόλλας, το Μ από το κέντρο της και το Ω από την δεξιά κάτω γωνία. Το δίπλωσε με φόβο στα ακροδάκτυλά του και το φύλαξε στην τσέπη του. Έφυγε δίχως να χαιρετήσει τον Νικήτα.

Μπήκε στο μετρό με σκοπό να γυρίσει σπίτι του, σε ένα χώρο που νόμιζε ότι ορίζει, για να βάλει τις σκόρπιες σκέψεις του σε μια τάξη, να προσπαθήσει να εξηγήσει αυτή την κοσμογονία που ένιωθε να συντελείται, κυρίως μέσα του. Μα οι λογισμοί, σμάρια αποδημητικών πουλιών που ψάχνουν καταφύγιο σε μέρη πιο ζεστά, πετάξαν νότια, στο χρυσό κέντρο της καρδιάς του. Δε μπορούσε να ξεχάσει τα πράσινα μάτια της, το ζωντανό σχεδόν δαχτυλίδι στο χέρι της. Γυάλιζαν και τα τρία, πίσω από το δικό του βλέμμα.

Έπρεπε να τη βρει. Μέχρι τώρα όμως τον έβρισκε εκείνη, όποτε εκείνη ήθελε. Αυτό έπρεπε να το αλλάξει.

Μηχανικά ξεδίπλωσε την λευκή κόλλα από την τσέπη του για να την κοιτάξει. Να την μελετήσει ίσως. Την κρατούσε ευλαβικά, σαν άγιο ύδωρ που το εναποθέτουν στην Ιερά Τράπεζα. Έκπληκτος είδε δύο λέξεις να σχηματίζονται στη στιγμή: ΕΡΧΟΜΑΙ. ΖΩΗ. Χάθηκαν μεμιάς, το ίδιο ξαφνικά που αόρατο χέρι τα σμίλεψε εφήμερα πάνω στο μαγικό χαρτί. Αυτός ήταν λοιπόν ο δίαυλος επικοινωνίας τους;

Αναρίγησε. Ηλεκτρισμός διαπέρασε το κορμί του στην αίσθηση του αγγίγματος. Περιμένοντας τη θεαματική της εμφάνιση, έπιασε το κινητό του και διαπίστωσε ότι δεν λειτουργούσε. Δεν ήταν απενεργοποιημένο όμως, απλά ήταν σαν να μην "έπιανε" τίποτα. Αυτόματα ανησύχησε για τους φίλους του. Σκέφτηκε, ή καλύτερα διαισθάνθηκε, ότι πλέον δεν μπορούσε να τους "διαβάσει" όπως πριν. Λες και οι κόσμοι τους ήταν παράλληλοι πια, και η τομή τους ολοένα και ξεμάκραινε.

Έφερε ξανά στο νου του το πρόσωπο της Ζωής. Καθάριο μα κι ανήσυχο. Ήρεμο μα και τρομαγμένο. Θυμήθηκε τις δυο στάλες ιδρώτα ανάμεσα στα λεπτοκαμωμένα φρύδια της. Κάτι σαν να έλαμπε μέσα τους. Χρυσή στερόσκονη φώτιζε τις υγρές μα και σαν απολιθωμένες σταγόνες που κυλώντας περνούσαν από τα ματοφλέφαρά της και γίνονταν ένα με τα ζεστά της δάκρυα.

Ξάφνου νιώθει το σώμα του να βρέχεται. Ένας χείμαρρος τον αρπάζει και ακαριαιά σχεδόν βρίσκεται στα υπόγεια τούνελ που ο ίδιος έσκαβε. Νιώθει ξανά την κόπωση στην πλάτη και στη μέση του, το αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά του, το υπόλοιπο της δύναμης στα μπράτσα του. Μύρισε το βρεγμένο έδαφος από πάνω του και σαν να άκουσε τα φυλλώματα του δάσους να θροίζουν. Ένα αεράκι σε χρώμα ξερής γης τον πλησίαζε από μακριά. Και τότε την είδε...

Μ+Ζ+I [9]

by Augusta Asberry


Άνοιξε τα μάτια του: στεκόταν στην αμμουδερή παραλία. Ο ήλιος ήταν απογευματινός κι ένα απαλό αεράκι ανακάτευε τα μαλλιά του. Πιο εκεί, δέκα δρασκελιές πιο εκεί, η Ζωή γονατισμένη, με την πλάτη της γυρισμένη προς το μέρος του έμοιαζε να σχεδιάζει επάνω στην άμμο. Φορούσε ένα ανάλαφρο φουστάνι στο χρώμα της άμμου, οι ώμοι της και ο λαιμός της ελεύθεροι, καθώς είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε μια ψηλή αλογοουρά. Η καρδιά του κλώτσησε δυνατά στο στήθος του: αυτή η θέα του κορμιού της, έτσι μαζεμένο και συγκεντρωμένο με τα ελεύθερα μέρη του έκαναν δυνατότερο τον πόθο που ένιωθε να τον πλημμυρίζει. Ξυπόλητος άρχισε να πλησιάζει με γρήγορα αλλά ανάλαφρα βήματα. Μα καθώς έτρεχε άρχισε να χάνει το έδαφος από τα πόδια του, γινόταν όλο και πιο ανάλαφρος και άρχισε να ανυψώνεται. Ήθελε να τη φτάσει, μα με κάθε κίνηση ανέβαινε όλο και ψηλότερα στον ουρανό. -Ζωή μου! φώναξε και την είδε να χτυπά με δύναμη τα πόδια της και να τον ακολουθεί για να τον φτάσει. Καθώς ανέβαιναν ένας σεισμός άρχισε να συγκλονίζει το νησί τους. Ο Μέμνονας έσφιξε τρομαγμένος το χέρι της Ζωής. -Μη φοβάσαι! του είπε, το ξέρεις ότι τώρα πια τίποτε δεν θα είναι το ίδιο. Τα πράσινα μάτια της είχαν γίνει κεχριμπαρένια από τη λάμψη του βουβού μάγματος που έλαμπε στο βυθό του κρατήρα: η καρδιά του νησιού, το ηφαίστειο άχνιζε και οι ατμοί ανέβαιναν στήλες στήλες στον ουρανό. Μα η Ζωή δε φαινόταν να πτοείται και εκείνος αισθανόταν ξαφνικά ελεύθερος και δυνατός, είχε φτερούγες και πετούσε ψηλά από το νησί τους, στροβιλίζονταν πότε ακολουθώντας τα θερμά ρεύματα και πότε βουτώντας στο κενό. Και τότε ξέχασε το ηφαίστειο γιατί την είδε, μιαν απίστευτη πλημμυρίδα από νέφη που έτρεχαν επάνω στο ανάγλυφο του νησιού ακολουθώντας κάθε ορεινή πτυχή και κάθε υπερύψωση, μέχρι που χάθηκε όλη μέσα στον κρατήρα και ήταν σα να έβλεπε μια ταινία από το τέλος προς την αρχή και καθώς έψαξε το βλέμμα της Ζωής ένιωσε τον ήλιο να χάνεται πίσω από το σεληνιακό δίσκο… Σκοτοδίνη του ήρθε και άρχισαν οι παραισθήσεις, κοπάδια γκνου στο έδαφος που έτρεχαν με σμήνη αποδημητικών πτηνών, δυο ποτάμια το καθένα με το δικό του ρεύμα, και αυτό που αρχικά του είχε φανεί υποχθόνιο βουητό σεισμού να είναι ένα ολοένα και καθαρότερο τραγούδι μιας ζεστής γυναικείας φωνής, Ζωή; σκέφτηκε; Άνοιξε τα μάτια, είχε προσγειωθεί σε ένα ξέφωτο ενός πυκνού δάσους, εκεί η φωνή ακουγόταν όλο και πιο καθαρά. Άνοιξε τα μάτια: ήταν ξαπλωμένος –είχε πέσει;, αναρωτήθηκε- αλλά δεν πρόλαβε: Δερβίσσιδες χόρευαν μπροστά του, εκστασιασμένοι από το κυκλικό τραγούδι, που ακουγόταν ακατάπαυστα μια άναρθρη μελωδία που έμπαινε με στην καρδιά σου, έκσταση, σαν κι αυτή των πιστών σε ομαδική τελετή, βηματισμός πανάρχαιος και χοροί ιθαγενών, βήματα, δυνατά πέλματα γυμνά, ενωμένα με τη μάνα γη, φύλλα να μασιούνται, δέρματα βαμμένα, αυλοί προϊστορικοί, χέρια με ακόντια στα χέρια να λατρεύουν τον καταρράκτη, μάτια κρυμμένα στο σκοτάδι να τον παρατηρούν. Άνοιξε τα μάτια του, -αλήθεια, πόσες φορές ακόμη, πότε ονειρευόταν, πότε ήταν ξύπνιος;- μπροστά του η Ζωή να τραγουδάει, η φωνή της ήταν, η δική της.


ΥΓ Αυτό το απόσπασμα είναι αφιερωμένο στο yulunga των dead can dance

M+Z+I [8]

by Isabelle Vital

Ο Σπύρος ήταν ο ‘τρελός’ της παρέας, με την έννοια μάλλον του τρελού του ταρό. Πρωτοπόρος, χωρίς πολλά λόγια αλλά με καίριες και απρόσμενες πράξεις. Ήταν ο μόνος που δεν είχε ποτέ εκδηλώσει την παραμικρή φιλοδοξία για κάποιον κλάδο σπουδών ή μια συμβατική επαγγελματική απασχόληση. Είχε φύγει ξαφνικά για την Ινδία, ανακοινώνοντας το απλά το προηγούμενο βράδυ και είχε μείνει εκεί επί ένα περίπου χρόνο, δίνοντας το στίγμα του περίπου κάθε δυο μήνες μέσω e-mail. Κι ενώ όλοι περίμεναν με ανυπομονησία να τον δουν και να ακούσουν από το στόμα του τα όσα είχε περάσει, εκείνος τους αγκάλιασε, τους φίλησε, και τους είπε ένα απογοητευτικό «τίποτα το ιδιαίτερο, όπως παντού και εκεί». Κι όταν τον ρώτησαν γιατί κάθησε τόσο καιρό, τους απάντησε ότι δεν είχε κανένα ιδιαίτερο λόγο να επιστρέψει. Άλλωστε – επιτέλους κάτι σημαντικό έμαθαν – εκεί είχε συναντήσει τη γυναίκα της ζωής του.
Η Ελεονόρα, μαθηματικός, βοηθούσε εκεί σε ένα άσραμ, και με το που είδε τον Σπύρο κόλλησαν για τα καλά. Ψηλή, λεπτή σχεδόν ξερακιανή, με ένα βλέμμα απόσυρσης και ένα γλυκό πολύ γλυκό χαμόγελο, έγινε αμέσως αποδεκτή απ τη παρέα, γιατί, αν και λιγομίλητη, όποτε μιλούσε, ό,τι έλεγε ήταν πολύ ζεστό και μεστό και έκλεινε μέσα του πραγματικό ενδιαφέρον και αγάπη.
Η Φωτεινή ήταν παιδική φίλη της Ελεονόρας. Είχε ένα πρόβλημα στην ομιλία, αλλά αυτό δεν της στερούσε τίποτα από μια τρομερή θηλυκότητα, γεγονός που πάντα την έκανε επίκεντρο της προσοχής των αγοριών. Ο Στέλιος ήταν ο μόνιμος πολιορκητής της ή φίλος της ή γκόμενος της ή όλ’ αυτά μαζί, αλλά ποτέ δεν ήταν απόλυτα σαφές τι ακριβώς έπαιζε σ’ αυτή τη σχέση.
Ο Μέμνονας βιαζόταν γιατί είχε ραντεβού με τον Νικήτα. Βρέθηκαν σε ένα μπαράκι στα Κάτω Πετράλωνα. Ο Νικήτας άκουγε καλύτερα απ’ όλους. Συνήθως δεν έκρινε αυτά που άκουγε παρά μόνο αν του το ζητούσε ο άλλος, αλλά ακόμη και τότε η κρίση του ήταν μάλλον ένας χρησμός που ερμηνευόταν από τον συνομιλητή του κατά το δοκούν.
«Νικήτα, φοβάμαι. Αυτή η κοπέλα μπορεί να είναι σταθμός για μένα αλλά μπορεί και να με διαλύσει ολοσχερώς»
«Καλό αυτό»
«Ποιο δηλαδή;»
«Να σε ανεβάσει ή να σε διαλύσει. Και τα δυο είναι δημιουργικά σε τελική ανάλυση. Εγώ απεχθάνομαι τη στασιμότητα. Αλλά δεν είναι λίγο νωρίς να κρίνεις την όλη φάση».
«Το λες επειδή δεν την είδες και δεν την άκουσες τι μου έλεγε και με τι βλέμμα, γι αυτό… Θα με βρει μου είπε, άκου θα με βρει…»
«Πολύ απλό, αφού είναι φίλη της Ελένης».Και καθώς άρχισε να του διηγείται την σύμπτωση με το δαχτυλίδι με το χρυσό κάνθαρο, έστρεψε απότομα το βλέμμα του προς τα πίσω και την είδε καθισμένη στο πίσω τραπεζάκι – ήταν αυτή άραγε; - απορροφημένη να σχεδιάζει ένα περίεργο σχήμα.
«Ζωή» της φώναξε.Εκείνη δεν κουνήθηκε.
«Σύνελθε Μέμνο, παντού τη Ζωή βλέπεις».Όταν η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της και έστρεψε το βλέμμα της πάνω του, εκείνος με ιλιγγιώδη ταχύτητα πέρασε μέσα από θάλασσες και ωκεανούς και βρέθηκε και πάλι στο νησάκι του ονείρου του. Ήταν μόνοι τους. Αισθάνθηκε την ανάγκη επιτέλους να της εκμυστηρευτεί τον έρωτα του.

M+Z+I [7]

by Isabelle Vital

Το παρακάτω απόσπασμα είναι η συνδρομή του Ίκαρου. Ευτυχώς το είχα σωσμένο μαζί με τα υπόλοιπα, και έτσι η ιστορία μας δεν έχασε αυτόν τον ωραίο κρίκο. Βλέπετε, ο Ίκαρος ίσως να πετά πια κάπου αλλού στην μπλογκόσφαιρα, ίσως και όχι, αλλά προσωπικά θα μου λείπουν και τα φτερουγίσματα και οι πτώσεις του...


Stardustia



Τούτος ο χρυσός κάνθαρος με τα πράσινα ιριδίζοντα φτερά ήρθε και ολοκλήρωσε το παζλ των συμπτώσεων ανάμεσα σε εκείνα που είχε ζήσει στην υπερκόσμια εμπειρία του ο Μέμνονας και στα όσα διαδραματίζονταν εμπρός στα μάτια του. Καμιά συμπαντική συνομωσία δεν θα μπορούσε να τα έχει συνδυάσει όλα τόσο ταιριαστά, γεγονός που τον έκανε να σκεφτεί πως τελικά δεν μπορούσε να ήταν μια απλή σύμπτωση... Προσπάθησε ωστόσο να διώξει εκείνη τη στιγμή από το νου του κάθε σκέψη και να επικεντρωθεί στα τεκταινόμενα της παρέας, χωρίς βέβαια ιδιαίτερη επιτυχία. Και τότε, ανάμεσα στη σαν μουρμούρισμα μακρινό συζήτηση της Δέσποινας με την Ελένη για πράγματα που όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να διακρίνει, η φωνή της Ζωής έσπασε τη «σιωπή» σ ένα λόγο που έμελλε να τον συγκλονίσει περισσότερο από τις μέχρι στιγμή σκέψεις του: - Μέμνονα, πιστεύεις ότι οι άνθρωποι, όσο δεν αναζητούν την αρχέγονη αιτία της ύπαρξής τους σε τούτο τον πλανήτη, μπορούν να αντιληφθούν το νόημα της ζωής; Γιατί οι απαντήσεις βρίσκονται θαμμένες στο βαθύτερο σημείο του είναι τους κι αν δεν σκάψουν επίμονα, αν δεν αφαιρέσουν τα στρώματα της λήθης που επί αιώνες συσσωρεύονται, δεν πρόκειται ποτέ να ανακαλύψουν ούτε τον εαυτό τους αλλά ούτε και τους άλλους.Στο άκουσμα τούτων των σκέψεων ο Μέμνονας για κάμποση ώρα έμεινε να κοιτά τη Ζωή ανέκφραστος σαν στήλη άλατος. Και πάνω που τελικά κατόρθωσε να αρθρώσει ένα «τα ίδια σκέφτομαι κι εγώ...», αισθάνθηκε στο δεξί του χέρι το άγγιγμά της και ταυτόχρονα ένα κύμα να τον παρασέρνει και να τον πετά μέσα στους λαβύρινθους των ματιών της, να τον τινάζει ψηλά στο φως και το σώμα του βαρύ να ξαναπέφτει στο νερό, εκεί που η άμμος αντιπαλεύει την θάλασσα, και στο μέσο της αβύσσου τη Ζωή να θρηνεί το χαμό των παιδιών της και στο βάθος του οράματος τα καταπράσινα μάτια της Ζωής να του χαμογελάνε, για πρώτη φορά τόσο έντονα κι εκφραστικά.- Χαίρομαι που επιτέλους συναντώ κάποιον που σκέφτεται όπως κι εγώ, του χαμογέλασε, δείχνοντας να μην έχει καταλάβει τι είχε συμβεί. Ωστόσο διέκρινε στο μέτωπό της δυο στάλες ιδρώτα που δεν δικαιολογούνταν, μιας και είχε πια σουρουπώσει δροσίζοντας την ατμόσφαιρα. - Τι θα γίνει, θα πείτε σήμερα καμιά κουβέντα, ή θα τη βγάλετε έτσι στη μούγγα; ακούστηκε η φωνή της Δέσποινας, που τη συνόδευαν τα πνιχτά γελάκια της Ελένης.- Μάλλον θα πρέπει να φύγω, πετάχτηκε ο Μέμνονας, έχω ήδη αργήσει. Σηκώθηκε και αποχαιρέτησε την παρέα των κοριτσιών, αφήνοντας τελευταία τη Ζωή.- Θέλω να σε ξαναδώ, της ψιθύρισε. Για να την ακούσει να του απαντά «θα σε βρώ» με μια σταθερότητα και μια σιγουριά που τον έβαλαν για άλλη μια φορά σε σκέψεις..

M+Z [6]

by Isabelle Vital


Κατεβαίνοντας στο σταθμό του Θησείου ένιωσε ένα κάψιμο στον αυχένα του, βέλη μυτερά να τον τρυπάνε, μέσα από το πλήθος που τον ακολουθούσε προς την έξοδο ξεχώρισε δυο μάτια πρασινόχρυσα να ίπτανται προς το μέρος του. Ώσπου να καταλάβει σε ποιο πρόσωπο αντιστοιχούσαν, είχαν χαθεί και απέμεινε να στέκεται αναποφάσιστος. -«Βλέπω χωρίς να γνωρίζεστε συντονιστήκατε τέλεια» άκουσε τη γνώριμη γελαστή φωνή της Δέσποινας. Έκπληκτος κοίταξε προς τα αριστερά του, εκεί που του έδειχναν η Δέσποινα με την Ελένη γελώντας συνομωτικά. Δίπλα του έστεκε μια κοπέλα, αμίλητη: τα μακρυά μαλλιά της ήταν πλεγμένα σαν φωλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και τα μάτια της, καταπράσινα χρύσιζαν από κάποια εσωτερική φλόγα. Ήταν ντυμένη με ένα μακρύ καφέ φουστάνι, στο χρώμα της γης και στο λαιμό της είχε ένα λεπτό κολλιέ, φτιαγμένο από κάτι στρογγυλωπά, αστραφτερά βότσαλα… -«Ζωή;» άκουσε τον εαυτό του να την ρωτάει ξέπνοα. -«Νόμιζα ότι είναι δική μου φίλη», είπε πειραγμένη τάχα η Ελένη, όμως εκείνος ούτε που της έδωσε σημασία. -«Ναι, Μέμνονα, εγώ είμαι» απάντησε η Ζωή κοιτώντας τον βαθιά και σίγουρα μέσα στα μάτια και του έδωσε το χέρι της. Στο άγγιγμά του ένιωσε ξαφνικά όλη τη δύναμη της θηλυκής ουσίας, από τη μανιώδη σεξουαλικότητα μέχρι την απεριόριστη γονιμότητα. Λίγο ακόμη και θα έσκυβε στο στόμα της να το φιλήσει αν δεν άκουγε την Ελένη να λέει: -«Μέμνονα, τι δαχτυλίδι είναι αυτό;» Την κατάσταση την έσωσε η μονίμως ανυπόμονη Δέσποινα. Βαριόταν γενικώς όποτε δεν ήταν στο επίκεντρο των καταστάσεων και ασφυκτιούσε. Χώθηκε τσαχπίνικα ανάμεσα στο Μέμνονα και τη Ζωή και παίρνοντάς τους αγκαζέ, ήταν η καλομαθημένη της παρέας: εκείνη αποφάσιζε συνήθως για τα πάντα. Έτσι και τώρα, χωρίς να ρωτήσει τους πήγαινε στο αγαπημένο της στέκι νομίζοντας ότι καθόριζε τη ροή των γεγονότων. Καθισμένοι όλοι γύρω από το τραπέζι έπιναν ο καθένας αυτό που είχε παραγγείλει και συζητούσαν για διάφορα. Ο Μέμνονας, λιγομίλητος από πάντα, προσπαθούσε με κόπο να κρατηθεί στη συζήτηση, τα μάτια του σκάλωναν συνεχώς επάνω στα μάτια της Ζωής, και κάθε τόσο, όταν εκείνη χειρονομούσε καθώς μιλούσε, περίμενε ότι θα σήκωνε τις παλάμες της στο ύψος του προσώπου της και ότι θα τις χτυπούσε κοφτά δυο φορές. Περίμενε να ζωντανέψει το κολλιέ που φορούσε και χρυσοπράσινοι κάνθαροι να αρχίσουν να πετούν, φτιάχνοντας ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της. -«Καλέ Δέσποινα» ξεχώρισε τη φωνή της Ελένης «κοίτα τι φοράει η Ζωή στο χέρι της.» Στη θέα του δαχτυλιδιού της ο Μέμνονας έμεινε άλαλος: το χέρι της κοσμούσε ένας χρυσός κάνθαρος.

M+Z [5]

by Isabelle Vital


Το μόνο στοιχείο που του θύμιζε το συμβάν με τη Ζωή ήταν αυτό το υπέροχο δαχτυλίδι που του είχε δωρίσει, ένα δαχτυλίδι χωρίς την παραμικρή πρόσμιξη, με μια φράση χαραγμένη, ‘ΟΙΝΑΙ’. Υπήρχε όμως και το αέρινο φιλί της στο στόμα του που άφηνε πάνω του όλη τη δύναμη της θηλυκής ουσίας, από τη μανιώδη σεξουαλικότητα μέχρι την απεριόριστη γονιμότητα. Ευτυχώς που υπήρχαν αυτά, αλλιώς πολύ γρήγορα θα θεωρούσε τη συνάντηση αυτή ως ένα ευγενή πόθο του που εκτυλίχθηκε στη φαντασία του. Τώρα όμως δεν είχε καμιά αμφιβολία. Επρόκειτο για τη μυστική ιέρεια που θα τον οδηγούσε στην αρχή των πραγμάτων, εκεί όπου το ηράκλειο δίλημμα της αρετής και της κακίας δεν είχε ακόμη γεννηθεί μες στο νου.
Κι ενώ όλ’ αυτά εκτυλίσσονταν μες στην αγκαλιά του Μορφέα, ακούστηκε το μοτίβο της 40ής Συμφωνίας του Μότσαρτ στο κινητό του. Είδε στην οθόνη το όνομα της Δέσποινας.
«Δέσποινα;»
«Έλα Μέμνονα, καλά πού χάθηκες; Είμαστε στο Θησείο με την Ελένη και σε θυμηθήκαμε. Σε λίγο θα ρθει κι η Ζωή»
«Δέσποινα, πόσο χαίρομαι που σ’ ακούω. Πόσο καλά έκανες που πήρες… Πω, πω, τι βύθισμα ήταν αυτό. Σαν να κοιμάμαι χρόνια. Θεέ μου αυτό δεν ήταν όνειρο, ήταν μια παράλληλη ζωή. Και μια και είπα ζωή, ποια είναι η Ζωή που ανέφερες πριν;»
«Μια φίλη της Ελένης, λίγο ονειροπαρμένο ούφο, αλλά πολύ καλή κοπέλα. Λοιπόν τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Θα ρθεις επιτόπου;»«Ναι, ντύνομαι κι έρχομαι. Έχω πολύ ανάγκη να δω κόσμο μετά απ’ αυτό το περίεργο ταξίδι μου. Τα λέμε. Γεια»«Άντε και γρήγορα. Γεια»
«Καλά τι περίεργο όνειρο ήταν αυτό», σκέφτηκε, «θα κάτσω μια στιγμή να γράψω τα βασικά, μη τα ξεχάσω. Δεν έχω δει πιο ολοκληρωμένη μορφή… η θεά Φύση σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Κι όλη η αίσθηση που μου έχει αφήσει είναι πέρα για πέρα αληθινή. Αυτό που νοιώθω, όσο αφελές κι αν ακούγεται, είναι ότι κάτι έχει αλλάξει πια στη ζωή μου. Κι ότι θα βρω την άκρη, όσο δύσκολο έως αδύνατο κι αν είναι αυτό».
Αφού κατέγραψε όπως όπως τα κυριότερα σημεία έφυγε για το Θησείο. Στη διαδρομή σκεφτόταν τη μορφή της Ζωής και το απίστευτο χάρισμα που του είχε δώσει σ’ όλη τη διάρκεια του ονείρου. Μακάρι να διέθετε αυτό το χάρισμα και στο ξύπνιο του. Σκέφτηκε πως αυτά που ένοιωσε για τους φίλους του μπορεί να είχαν και σπέρματα αλήθειας. Αυτή η υποτιθέμενη βαρεμάρα του Νίκου ήταν πλέον συμβατή με κάποιες εκφάνσεις της συμπεριφοράς του, που πριν δεν μπορούσε να ερμηνεύσει κι η Λένα με το Γιώργο και το Δημήτρη, θα μπορούσαν όντως να είναι ένα εν δυνάμει τρίο. Όσο για τον ίδιο, τον άνθρωπο που είχε ξεχάσει το όνομα του, τέτοιο φιλί δεν είχε ξαναγευθεί και τέτοιο δαχτυλίδι δεν είχε ξαναδεί. Κι η φράση πάνω του, αυτός ο συνδυασμός του Διόνυσου με το ‘είναι’ ταίριαζε απόλυτα με την προαιώνια θεά που του το δώρισε, τη θεά που απ’ τη μια μεριά ρίζωνε στα βάθη της γης, κι απ’ την άλλη άγγιζε τ’ αστέρια τ’ ουρανού.

M+Z [4]

masks

Και τότε ξαναξύπνησε μέσα του η εικόνα του ακατοίκητου νησιού με την απέραντη παραλία, και τους πολλούς πολλούς σαν πιγκουίνους στριμωγμένους ανθρώπους με τους καφέ χιτώνες, μόνο που τώρα αναγνώριζε τα πρόσωπά τους, λες και στο μεταξύ είχαν μεγαλώσει, να ο Νίκος με τη Θάλεια, η Λένα με τον Γιώργο και τον Δημήτρη, η Ιωάννα με τον Νικήτα, ο Στέλιος με τη Φωτεινή, η Ελεονόρα με τον Σπύρο, τη Δέσποινα, την Ελένη, έναν έναν τους αναγνώριζε όλους, ακόμη κι αυτούς που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει, στροβιλιζόταν ανάμεσα στα σώματα και τις ψυχές τους, ενώ στα αυτιά του είχε ήδη αρχίσει να ακούγεται το ανατριχιαστικό σφύριγμα του κεραυνού που θα τους διαπερνούσε όλους σαν μια μακριά κόκκινη κλωστή και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα θα τους μετέτρεπε σε λόφους άμμου. «Λοιπόν» του είπε η Ζωή καθώς οι χρυσοπράσινοι κάνθαροι επέστρεψαν και πάλι γύρω από τον λαιμό της, «ξέρεις ότι σου έχω εμπιστευτεί τα παιδιά μου». Την κοίταξε στα μάτια κι αυτά τώρα είχαν αποκτήσει ένα βαθύ μπλε χρώμα, λες και τα είχε φιλήσει ο Ποσειδώνας, «πρέπει να επιστρέψεις στις σήραγγες του νου σου, αυτές που βρίσκονται βαθιά μέσα στο αιώνιο σώμα μου, να σκάψεις κι άλλο, μέχρι που θα συναντήσεις τον σκελετό με το ένα λιγότερο πλευρό, εκεί κοντά του θα βρεις τα μέλη της συντρόφου του, με το δεξί χέρι να κρατά το απολιθωμένο μήλο, τότε θα ξέρεις ότι έχεις βρει την αρχή που τόσο σε κατατρέχει, το άλεφ του ανθρώπινου είδους, που πάντοτε με αψηφά και με προδίδει, εκεί θα πρέπει να βρεις την απάντηση για ό,τι ζητάς, εκεί θα βρεις το κλειδί που θα σώσει τα παιδιά μου, και σένα, από τον κεραυνό». Στην τελευταία λέξη ανατρίχιασε, η στιγμή που φοβόταν είχε φτάσει, η Ζωή ζητούσε τώρα το αντάλλαγμά της για το πικρό δώρο που του είχε χαρίσει… Δεν είχε ζητήσει εκείνος να μπορεί να διαβάζει τους άλλους, δεν είχε θελήσει να εξηγήσει τον κόσμο, όμως ποτέ δεν είχε αποδεχθεί και το γεγονός ότι όπως γεννιόμαστε χωρίς να το ζητήσουμε έτσι και γεννιόμαστε χωρίς να αναγνωρίζουμε πάντοτε την αποστολή μας. Κοίταξε τη Ζωή. Για άλλη μια φορά θαύμασε τη δύναμη που έρρεε ορμητική από την ήρεμη μα στέρεη μορφή της, το σαν φωλιά κεφάλι της, το γήινο φόρεμά της, τα χέρια που αγκάλιαζαν τα λόγια που είχε εκστομίσει και πετούσαν σαν πυγολαμπίδες ανάμεσα στα κλαδιά του κήπου. Έσκυψε και τον φίλησε στο στόμα. Ένα φιλί σαν πνοή ανέμου, όλα απάνω της θρόιζαν από έναν άνεμο που έπνεε μονάχα επάνω της. Γύρω γύρω νηνεμία και πάνω της ο Αίολος να της χαιδεύει το πρόσωπο, το σώμα, τη ματιά της… Ένιωθε μια ζήλεια, που το φιλί είχε επιδεινώσει. «Πήγαινε» του είπε, περνώντας στον αριστερό αντίχειρα ένα δαχτυλίδι.

M+Z [3]

african style

«Οτιδήποτε λειτουργεί στη φύση είναι υποταγμένο στη λογική της, μια λογική εντελώς διαφορετική από τη λογική του ανθρώπου. Η λογική της συνδέει ενοποιώντας, η λογική του ανθρώπου συνδέει διαχωρίζοντας. Ο άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του σαν μια μονάδα ανεξάρτητη από τη φύση, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα κύτταρο της που οι λειτουργίες του καθορίζονται από αναρίθμητους παράγοντες άγνωστους στη μερική αντίληψη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αδυνατεί να αποδεχθεί ότι γεννήθηκε και δεν αυτογεννήθηκε, όπως έπλασε συχνά στη φαντασία του για να ικανοποιήσει τον αυτάρεσκο εγωισμό του», σκεφτόταν ο Α.
Αυτήν έψαχνε, το ζωντανό μανδύα της φύσης, τη μυστική ιέρεια που θα τον οδηγούσε στην κατάφαση, την οποία τόσο διακαώς είχε ανάγκη. Είχε λησμονήσει για χάρη της ακόμη και το όνομα του. Θυμόταν μόνο το αρχικό του γράμμα, Μ, ένα γράμμα στη μέση περίπου του αλφαβήτου, που ίσως οριοθετούσε το μέτρο και τη μέση οδό, το ‘παν μέτρον άριστον’ των Ελλήνων ή την οκταπλή ατραπό του Βούδα. Εκείνος όμως ένιωθε ότι βρισκόταν στην αρχή, κι ήθελε να παραμείνει πάντα εκεί, όχι μόνο τότε, αλλά πάντα. «Όποιος ξεμακραίνει από την αρχή χάνεται», σκέφτηκε. «Η αρχή είναι η πραγματική ευτυχία, ο παράδεισος που είχαμε και τον απωλέσαμε χωρίς να φταίμε. Όλη μας η πορεία έχει τον χαρακτήρα της επιστροφής, με μοναδικό εργαλείο την ανάμνηση».
Κι έτσι διάλεξε το Α σαν όνομα του, το ελληνικό άλφα, το φοινικικό άλεφ, την αρχή της γλώσσας, την αρχή του λόγου.
Είχε σκάψει άπειρες σήραγγες στη γη του νου του κι όλες σκοπό είχαν την ανάδειξη του κενού. Με το χώμα τους τροφοδοτούσε τη θάλασσα που σαν αχόρταγη μήτρα ρουφούσε μέσα της την ύλη για να τη γεννήσει νεότερη.
Καθώς βρέθηκε μπροστά στη Ζωή, συνειδητοποίησε ότι η δύναμη της ήταν η ηρεμία της, βυθίστηκε στα μάτια της και εκσφενδονίστηκε με ορμή περνώντας με ορμή μες απ το φωτοστέφανο της σαν τους ακροβάτες που πηδούν μες από τα πύρινα στεφάνια.
Με τη δύναμη της Ζωής μπήκε στη ζωή των άλλων. Ο Νίκος σκεφτόταν ότι η σχέση του με τη Θάλεια είχε πάψει από καιρό να έχει ερωτική δυναμική. Πιεζόταν κοντά της αλλά δεν έβρισκε το θάρρος να της το πει.
Η Θάλεια ήταν θλιμμένη καθώς έβλεπε τον Νίκο να μην ενδιαφέρεται πια για αυτήν. Ίσως έπρεπε να ζήσουν για λίγο χωριστά για να δει ο καθένας τους τι ακριβώς αποζητά.
Ο Γιώργος κι ο Δημήτρης, φίλοι από παιδιά, βρέθηκαν στη λεπτότατη κατάσταση, να είναι ερωτευμένοι με την ίδια κοπέλα, τη Λένα, την αδελφή του Νίκου.
Η Λένα αρχικά αισθάνθηκε κολακευμένη, αλλά στη συνέχεια ήρθαν τα δύσκολα, καθώς έπρεπε να επιλέξει και γνώριζε ότι η οποιαδήποτε επιλογή ίσως να έφερνε και το τέλος μιας μακρόχρονης φιλίας. Εξ άλλου δεν ήθελε και να επιλέξει, προτιμούσε μια αύρα ερωτισμού παρά οποιαδήποτε πραγμάτωση.
Δεν τους παρακολουθούσε ο Α, είχε γίνει ο καθένας τους, καθώς η δύναμη της Ζωής τον έκανε σκιά βουτηγμένη σε οποιοδήποτε σώμα και ψυχή επιθυμούσε...

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

M+Z [2]

by Moga




Βγαίνοντας από το νερό, έσταζε ολόκληρος. Μόλις εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι είχε βουτήξει με τα ρούχα. Κοίταξε τριγύρω κι ανακάλυψε τα πέδιλά του που είχαν απομείνει εκεί στην άμμο. Έσκυψε και τα πήρε. Περπατούσε με τα ρούχα μισοστεγνωμένα κατά μήκος της παραλίας και σιγοψιθύριζε: «Κάθε κόκκος άμμου…» Σε κάθε το βήμα μουρμούριζε το ίδιο και το ίδιο. Καθώς οι πατούσες του μισοβυθίζονταν μέσα στους αμέτρητους κόκκους άμμου της παραλίας, άρχισε να αισθάνεται περίεργα: ψηλότερος, δυνατότερος… Και τότε κατάλαβε, ότι αυτό που είχε αισθανθεί ως αυτοπεποίθηση και σιγουριά, αυτό που είχε θεωρήσει δύναμη και εξουσία δεν ήταν παρά μια υποταγή, μια προδιαγεγραμμένη πορεία: τόση ώρα ακολουθούσε ένα φωτεινό μονοπάτι από κάτι στρογγυλωπά, αστραφτερά ζωντανά βότσαλα που τον οδηγούσαν… Το «μονοπάτι» είχε αφήσει πλέον τη θάλασσα, στο μεταξύ τα ρούχα του είχαν στεγνώσει και στα πόδια του φορούσε και πάλι τα πέδιλά του, και τον παρέσερνε στο δάσος με τα δαιδαλώδη τούνελ που είχε σκάψει ή που νόμιζε ότι είχε σκάψει… Κάτι περίεργο συνέβαινε στο μυαλό του. Ξαφνικά όλα γίνονταν ρευστά και δεν γνώριζε πια τι είχε συμβεί και τι όχι. Ανατρίχιασε. Το γνώριζε αυτό το απόμερο κομμάτι, εδώ που το δάσος τελείωνε και άρχιζε ένας αραιός ελαιώνας. Να και η ξερολιθιά, η στροφή του δρόμου και εκεί ξεχώριζε η σκεπή του σπιτιού της Ζωής. Η ζέστη κρατούσε ακόμη, αν και είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Μόλις όμως έσπρωξε την αυλόπορτα και βρέθηκε στον κήπο, ένα δροσερό χάδι ανέμου τού ανακάτεψε τα μακρυά του μαλλιά. Η Ζωή στεκόταν στο βάθος δεξιά, ακίνητη, με φόρεμα στο χρώμα της ξερής γης. Έφτανε έως το έδαφος και φαινόταν λες και η Ζωή και η γη ήταν πλέον ένα. Από τις πτυχές του φύτρωναν χορταράκια και τόπους τόπους μυρμήγκια αναζητούσαν επάνω του σποράκια. Τα μακρυά μαύρα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σαν φωλιά με τις μυτερές του άκρες να σαλεύουν, κλαδάκια στον άνεμο. «Ήρθες!» του είπε και τα μάτια της έγιναν ευθύς από μαύρα πρασινόχρυσα και αστραφτερά σαν το περιδέραιο που φορούσε: φτιαγμένο από κάτι στρογγυλωπά, αστραφτερά ζωντανά βότσαλα, κάτι του θύμιζε, το περιδέραιο αυτό, αλλά αδυνατούσε να βολέψει τις σκέψεις του, ήταν σκόρπιες και σπασμένες, χωρίς ειρμό. Τότε εκείνη σήκωσε τις παλάμες της στο ύψος του προσώπου της και τις χτύπησε κοφτά δυο φορές: αμέσως το περιδέραιο ζωντάνεψε και χρυσοπράσινοι κάνθαροι άρχισαν να πετούν, φτιάχνοντας ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της.

M+Z [1]

by Moga

[Ξεκινάμε με την zoe ένα συγγραφικό πείραμα με συνεχή εναλλαγή μεταξύ μας χωρίς καμία προ-συνεννόηση επί του περιεχομένου και της δομής. Όπως και να πάει, ακόμη και ημιτελές να μείνει, έχει το ενδιαφέρον των ζωντανών πραγμάτων, που χωρίς να έχουν κάποιο προορισμό τον εφευρίσκουν και αγωνίζονται με πάθος για την εκπλήρωση του]

Όλη μέρα έσκαβε ένα λάκκο που ξεκινούσε από ένα σημείο του δάσους και μέσα από μια υπόγεια διαδρομή οδηγούσε λίγα μέτρα πιο κει και πάλι στο φως. Χτες τα ίδια. Και προχτές. Δεκάδες μέρες τώρα, βδομάδας, μήνες, τα ίδια. Είχε ο κήπος γεμίσει από εκατοντάδες υπόγεια τούνελ, η λειτουργικότητα των οποίων παρέμενε ουσιωδώς άγνωστη.Σήμερα πια όμως είχε τελειώσει. Ένα δίκτυο από σκουληκότρυπες που θύμιζε την χωρο-χρονική επικοινωνία ανάμεσα στις λευκές και τις μαύρες τρύπες του Σύμπαντος, ήταν διαθέσιμο, αλλά για ποιους;Ο A, συγκινημένος πια από την ολοκλήρωση ενός έργου πολύπλοκου και απαιτητικού, εγκατέλειψε το δάσος και ξαναγύρισε στην πολύβουη πόλη. Οι υπόγειες σήραγγες του δάσους δεν διέφεραν και πολύ από τις υπόγειες διαδρομές της ψυχής του, στις οποίες αφέθηκε, αδυνατώντας να αντισταθεί.Σκέφτηκε το Νίκο, τη Θάλεια, το Γιώργο, το Δημήτρη, τη Λένα, και τόσους άλλους, των οποίων η ζωή διασταυρωνόταν ανεπάντεχα με τη δική του. Άλλοτε του έλειπαν, άλλοτε δεν ήθελε να δει κανέναν. Το παράξενο ήταν ότι ενώ όλοι αυτοί αποτελούσαν σημαντικά κομμάτια της ζωής του, ένα άλλο όνομα, μια άλλη λέξη αντηχούσε περισσότερο μες στο μυαλό του, Ζωή.Καθώς σκεφτόταν λοιπόν τη Ζωή, του ήρθε μια εικόνα.Μια απέραντη παραλία ενός νησιού ακατοίκητου, απέραντη από την άποψη ότι ήταν μόνο παραλία, χωρίς να διακόπτεται από τίποτα. Κατά τα άλλα ήταν μικρή σε έκταση, όπως μικρό ήταν και το νησί. Αυτή η απέραντη μα μικρή παραλία γέμισε ξαφνικά και ακαριαία από ανθρώπους που σαν πιγκουίνοι ήταν στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Όλοι φορούσαν ένα καφέ χιτώνα, στο μπροστινό μέρος του οποίου ήταν ζωγραφισμένο ένα πέος ή ένα αιδοίο, μάλλον για να δηλώνει το φύλο. Τα πρόσωπα είχαν μια αγγελική άφυλη διάσταση, θυμίζοντας ένα αγόρι ή ένα κορίτσι προεφηβικής ηλικίας. Σε μια στιγμή ένας κεραυνός έλαμψε μεταξύ ουρανού και γης και τους διαπέρασε όλους σαν μια μακριά κόκκινη κλωστή και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχαν όλοι μετατραπεί σε λόφους άμμου.‘Κάθε κόκκος άμμου’, σκέφτηκε, ‘είναι μια σκέψη ή ένα συναίσθημα του κάθε ανθρώπου’.Σε λίγη ώρα φύσηξε ένας δυνατός παγερός αέρας που σήκωσε και διέλυσε τους αμμόλοφους, κι όλες αυτές οι σκέψεις και τα συναισθήματα άρχισαν να τον μαστιγώνουν ανελέητα. Δεν άντεχε κι έπεσε στη θάλασσα.‘Πρέπει επειγόντως να βρω τη Ζωή’, μονολόγησε ο A, έκανε ένα μακροβούτι, το τέλος του οποίου τον επανέφερε και πάλι στην πραγματικότητα.

Σάββατο 3 Μαΐου 2008

a patchwork


Patchwork market by Moga
Εδώ και καιρό ο Markos the Gnostic, o Equilibrium και η Stardustia έχουμε ξεκινήσει μια ιστορία, όπου ο καθένας γράφει με τη σειρά του κι από ένα κομμάτι, χωρίς συνεννοήση ως προς το περιεχόμενο, παρά μονάχα ως προς τη σειρά. (Ένα φεγγάρι ο Icarus μας είχε συντροφέψει και αυτός με ένα υπέροχο απόσπασμα.)
Το εγχείρημα έχει πλάκα και ακόμη δεν έχει τελειώσει, αλλά καθώς ο καθένας δημοσιεύει το κομμάτι του στο μπλογκ του, η ανάγνωσή του έχει γίνει εξαιρετικά πολύπλοκη.
Γι αυτό και δημιουργήσαμε αυτόν τον χώρο, όπου θα αναδημοσιεύσουμε τα ήδη γραμμένα μέρη, και θα συνεχίσουμε να ανεβάζουμε τα επόμενα.
Κι ελπίζουμε και σε νέα άτομα που θα προστεθούν, ή και σε άλλες παράλληλες ιστορίες, προκειμένου στο τέλος να δημιουργηθεί ένα τεράστιο, πολύχρωμο patchwork.
Καλώς ήρθατε....