Τρίτη 6 Μαΐου 2008

M+Z+I [8]

by Isabelle Vital

Ο Σπύρος ήταν ο ‘τρελός’ της παρέας, με την έννοια μάλλον του τρελού του ταρό. Πρωτοπόρος, χωρίς πολλά λόγια αλλά με καίριες και απρόσμενες πράξεις. Ήταν ο μόνος που δεν είχε ποτέ εκδηλώσει την παραμικρή φιλοδοξία για κάποιον κλάδο σπουδών ή μια συμβατική επαγγελματική απασχόληση. Είχε φύγει ξαφνικά για την Ινδία, ανακοινώνοντας το απλά το προηγούμενο βράδυ και είχε μείνει εκεί επί ένα περίπου χρόνο, δίνοντας το στίγμα του περίπου κάθε δυο μήνες μέσω e-mail. Κι ενώ όλοι περίμεναν με ανυπομονησία να τον δουν και να ακούσουν από το στόμα του τα όσα είχε περάσει, εκείνος τους αγκάλιασε, τους φίλησε, και τους είπε ένα απογοητευτικό «τίποτα το ιδιαίτερο, όπως παντού και εκεί». Κι όταν τον ρώτησαν γιατί κάθησε τόσο καιρό, τους απάντησε ότι δεν είχε κανένα ιδιαίτερο λόγο να επιστρέψει. Άλλωστε – επιτέλους κάτι σημαντικό έμαθαν – εκεί είχε συναντήσει τη γυναίκα της ζωής του.
Η Ελεονόρα, μαθηματικός, βοηθούσε εκεί σε ένα άσραμ, και με το που είδε τον Σπύρο κόλλησαν για τα καλά. Ψηλή, λεπτή σχεδόν ξερακιανή, με ένα βλέμμα απόσυρσης και ένα γλυκό πολύ γλυκό χαμόγελο, έγινε αμέσως αποδεκτή απ τη παρέα, γιατί, αν και λιγομίλητη, όποτε μιλούσε, ό,τι έλεγε ήταν πολύ ζεστό και μεστό και έκλεινε μέσα του πραγματικό ενδιαφέρον και αγάπη.
Η Φωτεινή ήταν παιδική φίλη της Ελεονόρας. Είχε ένα πρόβλημα στην ομιλία, αλλά αυτό δεν της στερούσε τίποτα από μια τρομερή θηλυκότητα, γεγονός που πάντα την έκανε επίκεντρο της προσοχής των αγοριών. Ο Στέλιος ήταν ο μόνιμος πολιορκητής της ή φίλος της ή γκόμενος της ή όλ’ αυτά μαζί, αλλά ποτέ δεν ήταν απόλυτα σαφές τι ακριβώς έπαιζε σ’ αυτή τη σχέση.
Ο Μέμνονας βιαζόταν γιατί είχε ραντεβού με τον Νικήτα. Βρέθηκαν σε ένα μπαράκι στα Κάτω Πετράλωνα. Ο Νικήτας άκουγε καλύτερα απ’ όλους. Συνήθως δεν έκρινε αυτά που άκουγε παρά μόνο αν του το ζητούσε ο άλλος, αλλά ακόμη και τότε η κρίση του ήταν μάλλον ένας χρησμός που ερμηνευόταν από τον συνομιλητή του κατά το δοκούν.
«Νικήτα, φοβάμαι. Αυτή η κοπέλα μπορεί να είναι σταθμός για μένα αλλά μπορεί και να με διαλύσει ολοσχερώς»
«Καλό αυτό»
«Ποιο δηλαδή;»
«Να σε ανεβάσει ή να σε διαλύσει. Και τα δυο είναι δημιουργικά σε τελική ανάλυση. Εγώ απεχθάνομαι τη στασιμότητα. Αλλά δεν είναι λίγο νωρίς να κρίνεις την όλη φάση».
«Το λες επειδή δεν την είδες και δεν την άκουσες τι μου έλεγε και με τι βλέμμα, γι αυτό… Θα με βρει μου είπε, άκου θα με βρει…»
«Πολύ απλό, αφού είναι φίλη της Ελένης».Και καθώς άρχισε να του διηγείται την σύμπτωση με το δαχτυλίδι με το χρυσό κάνθαρο, έστρεψε απότομα το βλέμμα του προς τα πίσω και την είδε καθισμένη στο πίσω τραπεζάκι – ήταν αυτή άραγε; - απορροφημένη να σχεδιάζει ένα περίεργο σχήμα.
«Ζωή» της φώναξε.Εκείνη δεν κουνήθηκε.
«Σύνελθε Μέμνο, παντού τη Ζωή βλέπεις».Όταν η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της και έστρεψε το βλέμμα της πάνω του, εκείνος με ιλιγγιώδη ταχύτητα πέρασε μέσα από θάλασσες και ωκεανούς και βρέθηκε και πάλι στο νησάκι του ονείρου του. Ήταν μόνοι τους. Αισθάνθηκε την ανάγκη επιτέλους να της εκμυστηρευτεί τον έρωτα του.