Τρίτη 6 Μαΐου 2008

M+Z+I [7]

by Isabelle Vital

Το παρακάτω απόσπασμα είναι η συνδρομή του Ίκαρου. Ευτυχώς το είχα σωσμένο μαζί με τα υπόλοιπα, και έτσι η ιστορία μας δεν έχασε αυτόν τον ωραίο κρίκο. Βλέπετε, ο Ίκαρος ίσως να πετά πια κάπου αλλού στην μπλογκόσφαιρα, ίσως και όχι, αλλά προσωπικά θα μου λείπουν και τα φτερουγίσματα και οι πτώσεις του...


Stardustia



Τούτος ο χρυσός κάνθαρος με τα πράσινα ιριδίζοντα φτερά ήρθε και ολοκλήρωσε το παζλ των συμπτώσεων ανάμεσα σε εκείνα που είχε ζήσει στην υπερκόσμια εμπειρία του ο Μέμνονας και στα όσα διαδραματίζονταν εμπρός στα μάτια του. Καμιά συμπαντική συνομωσία δεν θα μπορούσε να τα έχει συνδυάσει όλα τόσο ταιριαστά, γεγονός που τον έκανε να σκεφτεί πως τελικά δεν μπορούσε να ήταν μια απλή σύμπτωση... Προσπάθησε ωστόσο να διώξει εκείνη τη στιγμή από το νου του κάθε σκέψη και να επικεντρωθεί στα τεκταινόμενα της παρέας, χωρίς βέβαια ιδιαίτερη επιτυχία. Και τότε, ανάμεσα στη σαν μουρμούρισμα μακρινό συζήτηση της Δέσποινας με την Ελένη για πράγματα που όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να διακρίνει, η φωνή της Ζωής έσπασε τη «σιωπή» σ ένα λόγο που έμελλε να τον συγκλονίσει περισσότερο από τις μέχρι στιγμή σκέψεις του: - Μέμνονα, πιστεύεις ότι οι άνθρωποι, όσο δεν αναζητούν την αρχέγονη αιτία της ύπαρξής τους σε τούτο τον πλανήτη, μπορούν να αντιληφθούν το νόημα της ζωής; Γιατί οι απαντήσεις βρίσκονται θαμμένες στο βαθύτερο σημείο του είναι τους κι αν δεν σκάψουν επίμονα, αν δεν αφαιρέσουν τα στρώματα της λήθης που επί αιώνες συσσωρεύονται, δεν πρόκειται ποτέ να ανακαλύψουν ούτε τον εαυτό τους αλλά ούτε και τους άλλους.Στο άκουσμα τούτων των σκέψεων ο Μέμνονας για κάμποση ώρα έμεινε να κοιτά τη Ζωή ανέκφραστος σαν στήλη άλατος. Και πάνω που τελικά κατόρθωσε να αρθρώσει ένα «τα ίδια σκέφτομαι κι εγώ...», αισθάνθηκε στο δεξί του χέρι το άγγιγμά της και ταυτόχρονα ένα κύμα να τον παρασέρνει και να τον πετά μέσα στους λαβύρινθους των ματιών της, να τον τινάζει ψηλά στο φως και το σώμα του βαρύ να ξαναπέφτει στο νερό, εκεί που η άμμος αντιπαλεύει την θάλασσα, και στο μέσο της αβύσσου τη Ζωή να θρηνεί το χαμό των παιδιών της και στο βάθος του οράματος τα καταπράσινα μάτια της Ζωής να του χαμογελάνε, για πρώτη φορά τόσο έντονα κι εκφραστικά.- Χαίρομαι που επιτέλους συναντώ κάποιον που σκέφτεται όπως κι εγώ, του χαμογέλασε, δείχνοντας να μην έχει καταλάβει τι είχε συμβεί. Ωστόσο διέκρινε στο μέτωπό της δυο στάλες ιδρώτα που δεν δικαιολογούνταν, μιας και είχε πια σουρουπώσει δροσίζοντας την ατμόσφαιρα. - Τι θα γίνει, θα πείτε σήμερα καμιά κουβέντα, ή θα τη βγάλετε έτσι στη μούγγα; ακούστηκε η φωνή της Δέσποινας, που τη συνόδευαν τα πνιχτά γελάκια της Ελένης.- Μάλλον θα πρέπει να φύγω, πετάχτηκε ο Μέμνονας, έχω ήδη αργήσει. Σηκώθηκε και αποχαιρέτησε την παρέα των κοριτσιών, αφήνοντας τελευταία τη Ζωή.- Θέλω να σε ξαναδώ, της ψιθύρισε. Για να την ακούσει να του απαντά «θα σε βρώ» με μια σταθερότητα και μια σιγουριά που τον έβαλαν για άλλη μια φορά σε σκέψεις..